top
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ - 10 Αυγούστου 1997
Δημοσιογραφικός επαρχιωτισμός;
Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Σ
την Ιταλία, η εφημερίδα «Ουνιτά» -το ιστορικό επίσημο όργανο του κομμουνιστικού κόμματος- άρχισε, εδώ και πέντε περίπου μήνες, να αφιερώνει κάθε Κυριακή μια ολόκληρη σελίδα στη «θρησκεία». Προ καιρού στη σελίδα αυτή η Φλαμίνια Μοράντι, δημοσιογράφος και μυθιστοριογράφος, δημοσίευσε ένα άρθρο για την «αγιότητα» (ναι, στον ιταλικό «Ριζοσπάστη»), που χαρακτηρίστηκε «το πιο πολυσυζητημένο από την ιταλική διανόηση δημοσιογραφικό κείμενο των τελευταίων χρόνων».
Ο κόσμος αλλάζει και ουσιαστικές είναι οι αλλαγές που δεν προκαλούν τηλεοπτική θεαματικότητα. Ούτε αλλάζει επιστρέφοντας στο παρελθόν, σε παρωχημένες μορφές ρομαντικής θρησκευτικότητας. Οι δυσλειτουργίες του εκθαμβωτικού πολιτισμού μας και η αδυσώπητη απανθρωπία που τις συνοδεύει αρχίζουν να διαμορφώνουν δυναμικά αντισώματα, καινούργιες ανάγκες. Όσοι ξεφεύγουν το δόκανο της καταναλωτικής αποχαύνωσης, τις παιδαριωδίες της «προοδευτικής» αισιοδοξίας, ζητάνε στέρεα ερείσματα νοήματος της ζωής και του θανάτου. Τη γλώσσα τέτοιων αναζητήσεων -πέρα από νοησιαρχικούς ιδεαλισμούς και εγωκεντρικές καταφυγές σε ηθικιστικές θωρακίσεις- μιλάει η κυριακάτικη σελίδα της «Ουνιτά».
(Αν υπάρξει μετά-νεωτερικότητα, θα γίνει πρωταρχικά αντιληπτή στην αλλαγή της γλώσσας. Θα είναι ένας πολιτισμός κάθαρσης από τα παραισθησιογόνα της γλωσσικής «αντικειμενικότητας». Παραισθησιογόνα που γεννάει η αυτονόμηση της γλώσσας από την κοινωνούμενη εμπειρία, η αποσύνδεση των «σημαινόντων» από την αμεσότητα της σχέσης με τα «σημαινόμενα». Τότε κάποιοι διορατικοί πρωτοπόροι θα συλλαβίσουν από την αρχή και την εμπειρία του όντως υπαρκτού, την υπαρκτική ελευθερία από τον χρόνο και τον θάνατο).
Αλλά ας γυρίσουμε σε θέματα που τιθασεύονται ευκολότερα - στα όρια μιας δημιοσιογραφικής επιφυλλίδας. Πάντοτε με αφορμή το παράδειγμα της «Ουνιτά».
Υπάρχουν και ελληνικές εφημερίδες (ακόμα και από τις φανατικά στρατευμένες στον «διαφωτιστικό» αναχρονισμό) που αφιερώνουν μια κυριακάτικη σελίδα ή απλόχωρες
στήλες στα λεγόμενα «εκκλησιαστικά θέματα». Καμιά σχέση με τις προωθημένες αναζητήσεις εξόδου από το «μεταφυσικό έλλειμμα» του σύγχρονου ανθρώπου. Θα μπορούσε ωστόσο αυτή η κυριακάτικη περί τα «εκκλησιαστικά» δημοσιογραφία να είχε τουλάχιστον περισσότερες φιλοδοξίες αναγνωσιμότητας. Οι θεματικές της προτιμήσεις δημιουργούν ερωτήματα, που θα ήθελα να μου επιτραπεί -με οικοδομητική πρόθεση- να τα καταγράψω.
Πρώτο λοιπόν ερώτημα: Γιατί από τις ειδικές αυτές στήλες ή σελίδες αποκλείεται συστηματικά το κατεξοχήν αντικείμενο της δημοσιογραφίας, η είδηση; Συμβαίνουν γεγονότα στον χώρο των ορθόδοξων Εκκλησιών ή γενικότερα του χριστιανικού κόσμου, αλλά και στον χώρο άλλων θρησκειών ή παραδόσεων που, αν όχι τίποτε άλλο, έχουν καίρια σημασία για τις διεθνείς σχέσεις, τις συντελούμενες σήμερα πολιτιστικές ζυμώσεις και κοινωνικές διεργασίες. Οι πηγές αυτών των ειδήσεων (ξενόγλωσσος Τύπος, ειδικές περιοδικές εκδόσεις) είναι έτοιμο υλικό για τους δημοσιογράφους -ούτε κοπιώδη έρευνα απαιτούν, ούτε πολύωρη απασχόληση. Γιατί πρέπει να στερείται ο Έλληνας αναγνώστης αυτή την πληροφόρηση;
Δεύτερο ερώτημα: Ποια έρευνα αγοράς έχει πείσει τους δημοσιογράφους μας ότι οι αμφίβολες προβλέψεις για τη διαδοχή του αρχιεπισκόπου Αθηνών, τα θολά παρασκήνια, τα σενάρια για οικονομικές ατασθαλίες στη διοίκηση της ελλαδικής εκκλησίας, ενδιαφέρουν το κοινό των εφημερίδων περισσότερο από τα συμβαίνοντα στη γαλλόφωνη ή αγγλόφωνη Ορθοδοξία σήμερα, στον διάλογο Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, στις πρωτοποριακές κοινωνικές πρωτοβουλίες των Ορθοδόξων της Φινλανδίας ή της Κορέας ή της Αλάσκας; Είναι άραγε σίγουρο ότι η επαρχιώτικη μιζέρια κερδίζει περισσότερους αναγνώστες από ό,τι η διεύρυνση των οριζόντων μας στον μέγα κόσμο της ορθόδοξης οικουμένης;
Τρίτο ερώτημα: Γιατί ειδικά στις στήλες τις αφιερωμένες στα ενδο-ελλαδικά του κλήρου και της ιεραρχίας του είναι τόσο συχνή και προφανής η αδιαφορία για τη δημοσιογραφική αντικειμενικότητα και αμεροληψία; Με ποια κριτήρια παραχωρούνται «σεντόνια» φλύαρης κενολογίας σε αυτοχριόμενους «δελφίνους» επισκοπικής ή αρχιεπισκοπικής εξουσίας; Η δημοσιογραφία είναι κατεξοχήν επιφορτισμένη με τον ρόλο της «γυνής του Καίσαρος»: Όχι μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται τιμία. Πώς αποφεύγουν τις υποψίες των συναδέλφων τους και του αναγνωστικού κοινού οι ασφαλώς τίμιοι δημοσιογράφοι οι εξειδικευμένοι στα «εκκλησιαστικά» όταν, αντί ειδήσεων, μας κατακλύζουν με παιδαριώδεις επαίνους για κάποιους κληρικούς και με δηλητηριώδη υπονοούμενα για άλλους;
Τέταρτο και τελευταίο ερώτημα: {
Αν κρίνει κανείς από την ειδησεογραφία και αρθρογραφία των εφημερίδων της ομογένειας στην Αμερική, ο εκεί Ελληνισμός είναι ανάστατος τους τελευταίους μήνες από συγκεκριμένες ενέργειες του νέου αρχιεπισκόπου. Έχει αποδιοργανώσει με τις παρεμβάσεις του την ορθόδοξη Θεολογική Σχολή της Βοστώνης, απέλυσε αυθαίρετα δύο από τους ελάχιστους απομένοντες καθηγητές (με τριάντα χρόνια «τακτικής» καθηγεσίας ο ένας και δεκαπέντε ο άλλος), βάζει σε «αργία» σεβάσμιους στην ομογένεια κληρικούς, έχει αναστείλει κάθε ουσιαστική δραστηριότητα της Αρχιεπισκοπής, οι δηλώσεις του προκαλούν θυμηδία ή οργή στην αποδημία. Δεν μπορώ να κρίνω αν είναι σωστή η εικόνα που δίνει ο Τύπος της ομογένειας, πάντως στις ελλαδικές εφημερίδες δεν έχει περάσει ούτε μια ομάδα σχετικής πληροφόρησης. Οι εξειδικευμένοι στα «εκκλησιαστικά» δημοσιογράφοι θεωρούν ότι η επαλήθευση ή διάψευση τέτοιων ειδήσεων, πού αφορούν στην ίδια την επιβίωση της ελληνορθόδοξης παρουσίας στην Αμερική, αφήνει αδιάφορο το ελλαδικό κοινό; Ενδιαφέρουν περισσότερο τα εντελώς αντι-δημοσιογραφικά πελώρια κείμενα ανούσιου σχολιασμού των παρασκηνίων της ελλαδικής ιεραρχίας; Ποιος διαβάζει όλη αυτή την επαρχιώτικη φλυαρία;
Από την αποκαλυπτική πρωτοβουλία της ιταλικής «Ουνιτά» μας χωρίζει το πελώριο χάσμα ενός ανίατου επαρχιωτισμού.
Στο πεδίο που θα μπορούσαμε δυναμικά να πρωτοπορούμε, δεν είμαστε καν ουραγοί. Είμαστε ανύπαρκτοι.
[ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ - 10 Αυγούστου 1997 ]
|