top

Η Καθημερινή - 29 Νοεμβρίου 1998

ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ

Ποιος «φίλος», ποιος «πολέμιος»

   Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Ε ίναι από τα πιο δυσερμήνευτα συμπτώματα (πρόκληση για ανθρωπολογική σπουδή) η αδυναμία πολλών ηγετών να ξεχωρίσουν τον φίλο από τον αντίπαλο.

Χάνουν την ικανότητα να διακρίνουν τα κίνητρα, είτε της κριτικής είτε της επιδοκιμασίας. Η ανάληψη της ηγετικής θέσης μοιάζει να συνεπάγεται, ως αναγκαία συνθήκη, μανιχαϊστικές απλουστεύσεις: Όποιος προσφέρει καθολική κατάφαση («ναι σε όλα») είναι καλός, είναι φίλος. Όποιος διατηρεί και εκφράζει την κριτική του εγρήγορση, είναι ο κακός, ο αντίπαλος.

Οι κοινοί τόποι της ανθρώπινης εμπειρίας δεν λογαριάζονται: Ότι η επιδοκιμασία μπορεί να κρύβει ιδιοτέλεια, ενώ η κριτική να πηγάζει από ενδιαφέρον και πόνο για τον ίδιο τον ηγέτη και για τα θέματα που χειρίζεται. Αυτά τα προφανή και αυτονόητα παύουν να λειτουργούν με την ανάληψη καίριας ηγετικής θέσης.

Σίγουρα, ο μανιχαϊσμός της διαστολής φίλων και αντιπάλων προδίδει βασανιστική ανασφάλεια, βαθιά επίγνωση ανεπάρκειας για τη διαχείριση της εξουσίας. Δεν λείπουν όμως και οι εξαιρέσεις: Άνθρωποι με κατάδηλο ηγετικό ταλέντο να φοβούνται απροκάλυπτα την επιτυχία συνεργατών τους ή να αποκλείουν από το περιβάλλον τους κάθε ιδιαίτερα προικισμένη προσωπικότητα. Είναι νωπή η μνήμη του Ανδρέα Παπανδρέου, που όταν υπουργός του πετύχαινε στο έργο του (Γεννηματάς, Τρίτσης) έσπευδε να τον μεταθέσει ή να τον παροπλίσει. {Νωπό επίσης το παράδειγμα του Αμερικής Ιακώβου, που δεν ανέχθηκε ποτέ γύρω του συνεργάτες δίχως αποδεδειγμένη μετριότητα.

Κανένας «εκσυγχρονισμός» δεν μοιάζει ικανός να πείσει τους Έλληνες τουλάχιστον ηγέτες (στο πλαίσιο της νεοελληνικής παρακμής) ότι το κύριο έργο τους και το κριτήριο του ταλέντου τους είναι η ικανότητα να συγκροτούν επιτελείο και να εργάζονται επιτελικά. Η ιδιαιτερότητα του Έλληνα ηγέτη, σε οποιοδήποτε πόστο και οπουδήποτε της γης, είναι να λειτουργεί, ακόμα και στην εποχή μας, σαν μονάρχης. Συσκέπτεται, ακούει ειδικούς συμβούλους, αλλά μόνο για να πάρει ο ίδιος (αν πάρει) ιδέες και αφορμές. Είναι μάλλον άγνωστη η επιτελική δουλειά από την οποία να προκύπτει κεντρικός σχεδιασμός έργου και οι κρίσιμες αποφάσεις.

Αναπόφευκτα, όταν λείπει το επιτελείο και η επιτελική δουλειά, ακόμα και ο ιδιοφυέστερος ηγέτης λειτουργεί σαν τμηματάρχης υπουργείου: Μοιράζει εργασία, αναθέτει ευθύνες, κατανέμει αρμοδιότητες - παίζει ντάμα ή τρίλιζα, όχι σκάκι. Και τότε, την ιδιοφυή άποψη, την κριτική επιφύλαξη, την τόλμη της τομής, το καινούργιο, το ριζοσπαστικό, δεν τα χρειάζεται. Τον φοβίζουν, του δημιουργούν ανασφάλειες. Γι' αυτό και τα απωθεί, τα αποκλείει από το «στενό» του περιβάλλον.

Φταίμε κι εμείς οι πολλοί που, μέσα στην απόγνωση της νεοελληνικής παρακμής μας, φορτώνουμε με καίριες προσδοκίες κάθε καινούργιο ηγέτη. Δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι άνθρωποι που έζησαν και κραύγασαν μαζί μας την αντίθεση στη στείρα συντήρηση, στη μετριότητα, στα πεπατημένα, παίρνοντας στα χέρια τους την εξουσία θα εγκλωβίζονταν με τόση ευκολία στις ίδιες προδιαγραφές. Είναι πραγματική απόγνωση να βλέπουμε ποιοι τον πλαισιώνουν, ποιους συνεργάτες οι ίδιοι επιλέγουν, πόσο αυτονόητα αρνούνται να ψάξουν την ανθρώπινη ποιότητα στην κοινωνική αγορά, να συγκροτήσουν επιτελείο με το καλύτερο δυνατό υλικό, να ξεκινήσουν από κεντρικό σχεδιασμό, να παίξουν σκάκι και όχι ντάμα ή τρίλιζα.

Τον τελευταίο καιρό περιφέρουμε και πάλι επαιτεία στα διεθνή κέντρα εξουσίας για παρέμβαση των ισχυρών, μήπως και ανακαλέσουν οι Τούρκοι την απόλυση της εφορείας της Σχολής της Χάλκης. Όταν όμως κάποιοι κάποτε τολμούσαν να εκφράσουν την κρίση ότι είναι στρατηγικά ασύμφορη η μονότροπη εμμονή στην επαναλειτουργία της Χάλκης και πρότειναν διαφορετικό επιτελικό σχεδιασμό, η απάντηση που εισέπρατταν ήταν να θεωρούνται πολέμιοι: «Γιατί μας πολεμάτε;».

Σίγουρα οι Τούρκοι (που αποδείχνονται ιδιοφυείς στο σκάκι) καταλάβαιναν και σε αυτήν την περίπτωση πολύ σαφέστερα ποιοι ήταν οι πολέμιοι της δικής τους στρατηγικής, οι πραγματικοί φίλοι των Ελλήνων ηγετών. Είναι προφανές για τους Τούρκους πως όταν οι κινήσεις σου είναι αποσπασματικές και απλώς πυροσβεστικές (όταν λ.χ. επιλέγεις την ηγεσία του Ελληνισμού της Αμερικής δίχως στρατηγικό σχεδιασμό που να περιλαμβάνει και τη Χάλκη - όταν επιλέγεις με κριτήριο τη χρηματοσυλλεκτική ικανότητα και την «τυφλή υπακοή» στους εκλέκτορες) είσαι ο αδύναμος του παιχνιδιού που μόνο οι αμφίβολες έξωθεν επεμβάσεις μπορούν να σε σώσουν. Αλλά, δυστυχώς, με την ίδια σκακιστική νηπιότητα διαχειριζόμαστε και την ελληνικότητα του Αιγαίου ή το Κυπριακό.

Γράφει ο Γιώργος Πρεβελάκης στο πολύτιμο βιβλίο του Γεωπολιτική της Ελλάδας (που μόλις εκδόθηκε και στα ελληνικά). «Αν σκεφτούμε ποια ήταν η διεθνής θέση του Ελληνισμού κατά τον 18ο αιώνα και ποια είναι σήμερα, μόνο να μελαγχολήσουμε μπορούμε». Η μελαγχολική αναδρομή θα μπορούσε άνετα να περιλάβει και τον 17ο αιώνα: τότε που πονοκέφαλος για τα ανακτοβούλια της Ευρώπης και αγωνιώδης μέριμνα ήταν οι στρατηγικές κινήσεις του Κύριλλου Λούκαρι στην ευρωπαϊκή σκακιέρα, και ο αυτοκράτορας της Αυστροουγγαρίας με τον βασιλιά της Γαλλίας και τον πάπα Ουρβανό Η και τον καρδινάλιο Ρισελιέ πάλευαν να υπονομεύσουν την ισχύ αυτού του υπόδουλου ραγιά Πατριάρχη ενώ οι Ολλανδοί, οι Σουηδοί, οι Ισπανοί, οι Βενετοί, οι Άγγλοι, ο Τσάρος σχεδίαζαν την πολιτική τους οπωσδήποτε σε συνάρτηση με τα δικά του στρατηγήματα. (Συναρπαστικό το ιστορικό μελέτημα του Γκούναρ Χέρινγκ: Οικουμενικό Πατριαρχείο και Ευρωπαϊκή Πολιτική 1620-1638, στις εκδόσεις ΜΙΕΤ)

Σίγουρα η ιστορική και κοινωνική μας παρακμή είναι δεδομένη, εθελοτυφλούν όσοι «αισιόδοξα» την αρνούνται. Όμως θα ήταν επίσης εθελοτυφλία να αγνοήσει κανείς το ανθρώπινο δυναμικό που σώζει ακόμα ο Ελληνισμός, τον έκτακτο δυναμισμό του στον διεθνή στίβο της επιστήμης, της τέχνης, των επιχειρήσεων. Η παρακμή μοιάζει να έχει πρωταρχικό συντελεστή την αδυναμία μετάβασης από τη μοναρχία στη συλλογικότητα της επιτελικής στρατηγικής και του σχεδιασμού.

Και όσο θα υπάρχουν μονάρχες, θα διαιωνίζεται το ανθρωπολογικό παράδοξο της αδυναμίας τους να ξεχωρίσουν τον φίλο από τον αντίπαλο.

[ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ - 29 Νοεμβρίου 1998 ]