top

Ο ρόλος του Μοναχισμού στην Ελληνική Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής

Ομιλία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αμερικής Σπυρίδωνος
προς Ελληνες Ορθόδοξους Μοναχούς στις ΗΠΑ

( Μονή Αγίου Αντωνίου, Florence, Αριζόνας. - 16 Μαρτίου 1998 )

Σας χαιρετώ πατρικά, αγαπημένοι αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω, εν ονόματι Χριστού, του Κυρίου μας, που κυβερνά και βασιλεύει εφ’ όλων μας, εφ’ όλων των Εκκλησιών του Θεού και εφ’ ολόκληρης της δημιουργίας με τον Πατέρα και το Άγιο ΠνεύμαØ ένας Θεός ευλογητός εις τους αιώνες! Θεωρώ ιδιαίτερη ευλογία το να βρίσκομαι σήμερα μαζί σας για να σας εκθέσω τις σκέψεις και το όραμά μου για τη συνεργασία και σύμπραξή μας στον αμπελώνα του Κυρίου, όπου μας κάλεσε να ζήσουμε, να αυξηθούμε και να υπηρετήσουμε, έως ότου μας καλέσει πλησίον Του στις αιώνιες μονές.

Το θέμα της σημερινής ομιλίας μου, Ο ρόλος του Μοναχισμού στην Ελληνική Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής, είναι πρακτικού χαρακτήρος και έχει ως σαφή στόχο τα εξής: να αναγνωρίσει και να τονίσει τη σημασία του μοναχισμού στη ζωή της Εκκλησίας, να σκιαγραφήσει το ρόλο και τη συμβολή του μοναχισμού στο έργο της Εκκλησίας, να επισημάνει τα πιθανά προβλήματα που εμφανίζονται κατά την ανάπτυξη του ιδιαίτερου ρόλου του και τα οποία προκύπτουν συνήθως από ακραίες ενέργειες και την υπέρβαση των καθιερωμένων ορίων, και, όπερ σπουδαιότερο, να ενθαρρύνει την ανάπτυξη του μοναχισμού σε αυτήν την Αρχιεπισκοπή σύμφωνα με την Ιερά Παράδοση της Ορθοδοξίας και προς όφελος όλου του λαού της. Στην προσπάθειά μου αυτή, θα ήθελα κατ’ αρχήν να αναφερθώ στη γενική εικόνα του μοναχισμού και την πρέπουσα θέση και τα όριά του μέσα στην Εκκλησία.

Υπήρξαν από τους πρώτους χρόνους τρεις βασικές τάξεις στη ζωή της Εκκλησίας: ο κλήρος, οι λαϊκοί και οι μοναχοί. Και οι τρεις τάξεις ιδρύθηκαν από τον Κύριο και καθεμιά τους προσέλαβε το συγκεκριμένο ρόλο της προς προώθηση του κοινού οράματος, της αύξησης των χριστιανών στην εν Χριστώ ζωή, την πραγμάτωση και φανέρωση της Εκκλησίας ως του επί γης Σώματος του Χριστού.

Η πρώτη τάξη, ο κλήρος, ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Κύριο, τον μέγα της «καινῆς διαθήκης μεσίτην» (πρβλ. Ἑβρ. 9,15), ιερέα-προφήτη-βασιλέα, μέσω των αγίων Αποστόλων, τους οποίους «ἐξελέξατο» και «ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον» (πρβλ. Ἰωάν. 6,70 και 17,18). Αυτή είναι η ειδική ή μυστηριακή ιεροσύνη που έλκει την προέλευσή της από τη θεία κλήση και το εν Χριστώ έργο και συνδέεται αφενός προς την αδιάκοπη παρουσία και το σωτήριο έργο του Χριστού εν τη Εκκλησία –οι κληρικοί είναι εις τύπον και τόπον Χριστού– και αφετέρου προς την ορατή και συγκεκριμένη φανέρωση της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή την ευχαριστιακή κοινότητα. Το πρωταρχικό έργο του κλήρου είναι λειτουργικό και μυστηριακό, αλλά η τάξη του κλήρου σχετίζεται και με το τρισσό ιερατικό-προφητικό-βασιλικό αξίωμα του Χριστού.

Η δεύτερη τάξη, των λαϊκών ή του λαού του Θεού, ανάγει κι αυτή την ίδρυσή της στον Κύριο, αλλά μέσω των αγίων Αποστόλων και των διαδόχων τους, των κληρικών. Συνδέεται, επομένως, προς τον κλήρο, του οποίου στηρίζει τη μυστηριακή διακονία και την εξουσία. Συνδέεται όμως και με την ιερή αποστολή της Εκκλησίας μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία, την οποία καλεί στο Ευαγγέλιο, εκχριστιανίζει και συντηρεί, λειτουργώντας στους κόλπους της ως είδος πνευματικού άλατος.

Οι λαϊκοί φανερώνουν τις δωρεές του Πνεύματος και επιτελούν έργο γενικό, διακριτέο από το μυστηριακό, ιερατικό, προφητικό και βασιλικό λειτούργημα στην Εκκλησία. Ότι αυτή η τάξη δεν είναι σε καμιά περίπτωση κατώτερη από την προηγούμενη, αλλά μάλλον συμπληρωματική εκείνης, φαίνεται σαφώς από τον ορισμό ότι καμιά μυστηριακή πράξη δεν μπορεί να τελεσθεί από τον κλήρο χωρίς την παρουσία και σύμπραξη λαϊκών και ότι μη μυστηριακές πράξεις μπορούν να τελεσθούν και τελούνται από λαϊκούς μόνο, άνευ κλήρου.

Η τρίτη τάξη, ο μοναχισμός, είναι στην πραγματικότητα ένα είδος καταλύτη μεταξύ των άλλων δύο τάξεων, ένα είδος πνευματικού συνδέσμου μεταξύ τους, που υπενθυμίζει σε κάθε μέλος της Εκκλησίας, με απερίφραστο και κάπως άκαμπτο τρόπο, μέσω της μονοδιάστατης προσήλωσης στο μοναχικό ιδεώδες, την πνευματική άσκηση, στην οποία αποβλέπει και η όλη ζωή της Εκκλησίας. Αυτή η ιερή μοναχική πειθαρχία, αυτή η ιερή πνευματική άσκηση, είναι είδος πνευματικής θεραπείας (γι’ αυτό και ορισμένοι Πατέρες της Εκκλησίας ονόμαζαν τους μοναχούς «θεραπευτές»). Η πνευματική θεραπεία είναι μάλιστα ο πρωταρχικός ρόλος του μοναχισμού και είναι ακριβώς αυτός ο ρόλος που εκφράζει την πραγματική αλλά και τη συμπαθέστερη εικόνα και θέση του μέσα στην Εκκλησία, διότι δεν τον ανυψώνει υπεράνω των άλλων τάξεων της Εκκλησίας, ούτε τον εμφανίζει αντιπαραθετικά προς αυτές, αλλά ούτε και τον χωρίζει από την ιστορική πραγματικότητα και τη μυστηριακή ταυτότητα της Εκκλησίας.

Ο μοναχισμός λοιπόν έχει να κάνει με την αδιαπραγμάτευτη και μονοδιάστατη επιδίωξη της υγιούς χριστιανικής ζωής, της εν Χριστώ ζωής, της ζωής του Ευαγγελίου, η οποία βασικά αποτελεί κοινή επιδίωξη όλων των χριστιανών στην Εκκλησία. Σαν τέτοιος, έχει διττό ρόλο: α) να είναι όπως το κερί της προσευχής, που τίθεται στο άδυτο των αδύτων ως καθαρή και ευπρόσδεκτη θυσία στο Θεό για τον κόσμο, και β) να είναι όπως ένα κερί αναμμένο που εκπέμπει το Φως του Χριστού σ’ όσους προσπαθούν να συλλάβουν το αληθές νόημα της χριστιανικής ζωής και να συμμετάσχουν στη δύναμή του, την αιώνια βασιλεία της ζωής και αλήθειας του Θεού.

Τώρα, το να είναι κανείς μονοδιάστατος στην επιδίωξη της εν Χριστώ ζωής, σημαίνει να ακολουθεί την Ιερή Παράδοση της Ορθοδοξίας, διαμορφωμένη από το Άγιο Πνεύμα μέσω των Πατέρων. Αυτή η Ιερή Παράδοση είναι η ορθοπραξία, η ορθή πράξη, τόσο στη χριστιανική λειτουργία όσο και στη χριστιανική ζωή που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν. Αυτό ακριβώς εκφράζει το μοναστήρι. Είναι ο τόπος όπου τόσο η ορθόδοξη λειτουργική πράξη όσο και το ορθόδοξο πρότυπο της πνευματικής ζωής ακολουθούνται κατά τρόπο συνεπή κι απόλυτο.

Η λειτουργική πράξη είναι αυτή που συνδέει το μοναστήρι με την τάξη του κλήρου που ως έργο έχει να ηγείται αυτής της πράξης και να διατηρεί την ακεραιότητά της. Εννοώ, βέβαια, τη συγκρότηση της τοπικής Εκκλησίας ως ευχαριστιακής κοινότητας που επικεφαλής έχει τον επίσκοπο και που διακονείται από κανονικώς χειροτονηθέντα κλήρο. Εφόσον το μοναστήρι ακολουθεί αυτήν την ορθόδοξη πράξη, υπάγεται στην επισκοπική αρμοδιότητα, όπως οποιαδήποτε ενοριακή κοινότητα, αν και διαφέρει από την ενορία, καθότι ακολουθεί και έναν κανόνα, το μοναχικό κανόνα, που συνεπάγεται ειδικούς μοναχικούς όρκους και δεσμεύσεις οι οποίοι δεν ισχύουν για τους λαϊκούς της ενορίας. Είναι γνωστό ότι τα μοναστήρια τηρούν με ακρίβεια την ορθόδοξη λειτουργική παράδοση, στη διαμόρφωση της οποίας συνέβαλαν άλλωστε πολλοί μοναχοί κατά τρόπο αποφασιστικό. Μάλιστα, η λειτουργική τάξη που η Εκκλησία ακολουθεί σήμερα, το Τυπικόν, διαμορφώθηκε σε μοναστικές κοινότητες, όπως είναι το μεγάλο Mοναστήρι του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου στην Παλαιστίνη και η σπουδαία Μονή του Στουδίου (των Ακοιμήτων) στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή η τάξη προβλέπει την απαρέγκλιτη τήρηση του καθημερινού κύκλου προσευχής, της προσευχής του Εικοσιτετραώρου με τις επτά ακολουθίες της, και του ετήσιου κύκλου των ευχαριστιακών συνάξεων κατά τις Δεσποτικές, Θεομητορικές και άλλες εορτές των μεγάλων Αγίων, καθώς και την τήρηση των διάφορων άλλων ορθόδοξων τύπων προσευχής, μυστηριακών ή όχι.

Η ορθόδοξη πράξη στο χώρο της χριστιανικής ζωής, που καλείται επίσης ορθόδοξος τρόπος ύπαρξης ή ορθόδοξη πνευματικότητα, είναι αυτή που συνδέει το μοναστήρι με το λαϊκό στοιχείο. Η πράξη αυτή περιλαμβάνει τρεις κύριες δραστηριότητες: Πρώτον, την τήρηση των εντολών του Κυρίου, αυτές που ο ίδιος διατύπωσε στο Ευαγγέλιο και που συνοψίζονται στη διττή εντολή της αγάπης: αγάπη προς το Θεό και αγάπη προς τον πλησίον (πρβλ. Ματθ. 22,37-39 και Μάρκ. 12,30-31)· δεύτερον, τη μελέτη των περί δημιουργίας και απολύτρωσης έργων του Κυρίου και τη λατρευτική εξύμνησή τους ενώπιον του Δημιουργού, έτσι ώστε να μην παρεισφρύσει καμιά εγκόσμια εξάρτηση στην ανθρώπινη ζωή· και, τρίτον, την προσφορά εαυτών στον Κύριο εν κοινωνία προσευχής, με τη νοερά προσευχή, την προσευχή της καρδιάς. Αυτές οι τρεις δραστηριότητες είναι τόσο αλληλένδετες ώστε να αποτελούν μια τρισσή δραστηριότητα ζωής που είναι η καρδιά της Ορθοδοξίας. Είναι επίσης γνωστές στη μοναχική παράδοση ως κάθαρση, φωτισμός και θέωση, ή ένωση και κοινωνία με το Θεό.

Η κάθαρση έχει σχέση με τη χαλιναγώγηση και την εκρίζωση των παθών, ή των αστοχιών της σάρκας, απ’ την ανθρώπινη ψυχή, τη δύναμη που ζωογονεί και κινεί το σώμα, κυβερνά τις ενέργειές του και γενικά την όλη ζωικότητά του.

Ο φωτισμός σχετίζεται με τις ανθρώπινες σκέψεις, οι οποίες κυβερνώνται από τη λογική δύναμη της ανθρώπινης ψυχής. Ο στόχος εδώ είναι να καθαριστεί η ψυχή από τους λογισμούς που αφαιρούν απ’ τον άνθρωπο την ικανότητα της αληθινής κατανόησης των πραγμάτων. Όταν αυτή η κάθαρση της σκέψης επιτυγχάνεται, τότε επέρχεται ο φωτισμός, καθότι η σκέψη είναι ριζωμένη στην πραγματικότητα της φύσης που, ως δημιουργημένη και συντηρούμενη απ’ το Θεό, είναι κατά βάση καλή και προάγει τη ζωή.

Τέλος, η θέωση έχει να κάνει με την απελευθέρωση της μέγιστης δύναμης της ψυχής, του «νοῦ». Είναι αυτό που καλούμε νοο-τροπία, πνευματική στάση, θεμελιώδη προσανατολισμό και βασική προοπτική της ζωής μας. Στόχος εδώ είναι να παγιωθεί η καρδιά στο Θεό ή να ενθρονισθεί ο Θεός στην καρδιά. Ο μέγας Απόστολος Παύλος μίλησε σχετικά για πρόσκτηση «νοὸς Χριστοῦ» (πρβλ. Α΄ Κορ. 2,16), που είναι θεοκεντρικός –σε αντιδιαστολή προς το εγωκεντρικός ή κοσμοκεντρικός– και φανερώνει τις δυνάμεις της θείας Χάρης στον άνθρωπο. Όταν αυτό επιτυγχάνεται, τότε αποκαθίσταται η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο και έτσι εκπληρώνεται το θέλημα του Θεού και ο σκοπός για τον οποίο δημιούργησε και έσωσε τον άνθρωπο: ο Θεός ενοικεί εν ανθρώπω και ο άνθρωπος γίνεται «ναὸς Θεοῦ ζῶντος» (πρβλ. Β΄ Κορ. 6,16).

Είμαι βέβαιος πως γνωρίζετε ήδη όσα ανέφερα παραπάνω. Αλλά πρέπει αυτά να υπομιμνήσκονται διαρκώς σ’ όλους μας, ώστε να μπορούμε να σκεφτόμασθε και να μιλούμε ορθώς για το μοναχισμό, όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως τάξη θεραπευτικής διακονίας στην Εκκλησία, η οποία έχει άκαμπτο πρότυπο και αυστηρό τρόπο χριστιανικής ζωής, εκπληρώνοντας μεσολαβητικό αγγελικό ρόλο μεταξύ κλήρου και λαϊκού στοιχείου και η οποία ενεργεί ως καλός καταλύτης στη φανέρωση και οικοδομή του σώματος του Χριστού επί της γης, της μιας, αγίας, καθολικής Εκκλησίας. Προκύπτουν προβλήματα όταν ο μοναχισμός γίνεται αυτοσκοπός και όχι μέσο διακονίας του Θεού και της Εκκλησίας του. Λειτουργικά, το μοναστήρι δεν μπορεί να αποσπασθεί από την επισκοπική δικαιοδοσία. Αυτή είναι η ορθόδοξη παράδοση που έχει αποτυπωθεί αριστουργηματικά στις θαυμάσιες ανταλλαγές επισκοπικών και μοναχικών θρόνων. Τα μοναστήρια έχουν δώσει στην Εκκλησία μερικούς από τους μεγαλύτερους επισκόπους και Πατέρες της.

Απ’ την άλλη πλευρά, το μοναστήρι δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποκοπεί από το λαϊκό στοιχείο και τις ενοριακές δομές του τελευταίου. Γνωρίζουμε όλοι ότι τα περισσότερα μοναστήρια έχουν ιδρυθεί και ενισχυθεί παντοιοτρόπως απ’ τον ευσεβή λαό, ο οποίος τα θεωρεί ως θεραπευτικά κέντρα όπου μπορεί να βρεθεί η πληρότητα της χριστιανικής ζωής. Αυτή είναι η ορθόδοξη παράδοση που καθιερώθηκε από το Μέγα Βασίλειο. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ακόμη και ο Μέγας Αντώνιος, υπέρμαχος του ερημητικού τύπου μοναχισμού, δεν διαπνεόταν καθόλου από αρνητικά αισθήματα έναντι της Εκκλησίας, που είναι και δρα μέσα στην εκκοσμικευμένη ανθρώπινη κοινωνία. Άφησε μάλιστα την έρημο και πήγε στην Αλεξάνδρεια να βοηθήσει το Μέγα Αθανάσιο στον αγώνα του κατά των αιρετικών και να συμβάλει στην υπεράσπιση της ακεραιότητας της χριστιανικής πίστης.

Ο μοναχισμός αποτελεί όντως μια από τις πολυτιμότερες διαστάσεις της ζωής της Εκκλησίας. Αλλ’ αυτό αληθεύει όταν ο μοναχισμός δρα εντός της Εκκλησίας και όχι εκτός αυτής. Μπορεί δηλαδή να είναι συνεπής προς εαυτόν μόνο εάν λειτουργεί ως καταλύτης στη διακονία του όλου Σώματος της Εκκλησίας, κλήρου και λαού, εάν διατηρεί την πρέπουσα σχέση πρός τον επίσκοπο και τον κλήρο σεβόμενος τη δικαιοδοσία τους και, τέλος, εάν ανταποκρίνεται στις κατά τόπους ανάγκες και την αποστολή των ανθρώπων.

Είναι αλήθεια ότι από της ιδρύσεως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής από τον Οικουμενικό Θρόνο και μέχρι τελευταίως ο μοναχισμός δεν είχε αναγνωριστεί και ενισχυθεί όπως θα ’πρεπε. Πολλοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι καταπολεμήθηκε σφοδρώς. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ερευνηθούν οι ιστορικοί λόγοι που υπαγόρευσαν μια τέτοια αντι-μοναχική στάση. Αρκεί να λεχθεί ότι μια τέτοια στάση δεν ήταν μοναδική ή ιδιάζουσα μόνο στην ενταύθα Εκκλησία, αλλά είχε εκδηλωθεί και ευρύτερα. Όταν το 1963 εορτάσθηκε η χιλιετηρίδα των Μοναστικών Κοινοτήτων του Όρους Άθω, πολλοί δεν απέκρυπταν την απαισιοδοξία τους για την επιβίωση του ορθόδοξου μοναχισμού. Αυτός ήταν ο ανθρώπινος ορθολογιστικός τρόπος σκέψης, που απέτυχε να αποτιμήσει την κατάσταση του μοναχισμού και της Εκκλησίας εκείνης της περιόδου υπό το φως της μακραίωνης ιστορίας της Εκκλησίας. Ο αθωνικός μοναχισμός όχι μόνο επέζησε, αλλά γνώρισε και μεγάλη αναγέννηση και συνεχίζει να φέρει καρπούς και πέρα από τα στενά όρια του ιερού Περιβολιού της Παναγίας. Η πρόσφατη ίδρυση ιερών μονών εντός των ορίων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής δεν είναι άσχετη με αυτήν την αναγέννηση.

Η παρουσία ιερών ορθόδοξων μονών εντός των ορίων και επί του κανονικού εδάφους της Ιεράς Αρχιεπισκοπής μας δίδει ελπίδα για ακόμη μεγαλύτερα επιτεύγματα στο μέλλον. Ορισμένες από αυτές τις μονές έχουν ήδη συμβάλει θετικά στην αναβίωση και καθιέρωση της ορθόδοξης παράδοσης στη χώρα αυτή, ενώ πάλι άλλες αρχίζουν τώρα να θεμελιώνουν τη συνέχιση αυτού του έργου. Πολλά εξαρτώνται από τις ίδιες τις μονές, στο μέτρο που όλες καλούνται να αντιστρέψουν μια μακρά αρνητική στάση έναντι του μοναχισμού, μια ιστορία έμπλεη από καχυποψίες και παρεξηγήσεις. Είναι αλήθεια πως σήμερα, παρά τη βαθιά εκκοσμίκευση της σύγχρονης κοινωνίας, ή ακόμα και λόγω αυτής, υπάρχει θετικότερη αντιμετώπιση του μοναχισμού και προθυμία να αξιοποιηθούν οι ανεκτίμητοι θησαυροί αυτής της παράδοσης της Εκκλησίας. Σε αυτό έχει συμβάλει η παρουσία καλών μονών και το ίδιο μπορεί να λεχθεί για την κλασική μοναχική λογοτεχνία στην οποία έχουν περισσότεροι πρόσβαση σήμερα. Έχουμε στα αγγλικά τέτοια κλασικά κείμενα, όπως Η ζωή του Αγίου Αντωνίου, ιδρυτή του μοναχισμού, του Μεγάλου Αθανασίου, Το Λειμωνάριον του Ιωάννη Μόσχου, Η Κλίμαξ του Ιωάννου, Το Γεροντικόν, ή Τα Aποφθέγματα των Πατέρων της Eρήμου και προπαντός Η Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, για να αναφέρουμε μόνο μερικά από τα πολλά.

Όσα επιτεύχθηκαν σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα προκαλούν το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη μας, αλλ’ απομένουν πολλά να επιτευχθούν ακόμη. Όλα πρέπει να οργανωθούν σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, έτσι ώστε ο μοναχισμός να μη θεωρείται ανταγωνιστικός προς τις άλλες παραδόσεις ζωής και διακονίας εντός της Εκκλησίας. Η Αρχιεπισκοπή, βλέποντας το μοναχισμό θετικά, θα συνεχίσει να τον ενισχύει και θα συνεργασθεί με τους εκπροσώπους του για την ευστάθεια και την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής του.

Κατ’ αυτήν την περίοδο της Τεσσαρακοστής η Εκκλησία αντλεί έμπνευση απ’ τις εορτές των μεγάλων Αγίων του μοναχισμού. Ο ãΑγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, ο ãΑγιος Ανδρέας Κρήτης είναι ονόματα που μνημονεύονται εξόχως στη λειτουργική ζωή και πράξη μας. Μόνο εντρυφώντας στη ζωή και τα έργα τους μπορούν οι μοναχοί και οι μονές να ανανεωθούν πραγματικά. Για την ανανέωση αυτή όλο το Σώμα της Εκκλησίας θα είναι εσαεί ευγνώμον στο μοναχισμό.

[ Μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο ]