top
Σπυρίδων... Η Παρακαταθήκη - Δεκέμβριος 2005
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ, Ο ΔΥΝΑΜΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞHΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ
( Ομιλία
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών - 11 Φεβρουαρίου 1999 )
Θεοφιλέστατε Άγιε Nεοχωρίου, εκπρόσωπε του Μακαριοτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών,
Ελλογιμότατε κ. Κοσμήτορ της Θεολογικής Σχολής,
Ελλογιμότατοι καθηγηταί, ευλαβές ιερατείο, αξιότιμοι κυρίες και κύριοι,
Καλησπέρα σας ! Χαίρετε εν Κυρίω!
Εισαγωγικό προοίμιο
Όποιος γεννήθηκε από έλληνες γονείς στο εξωτερικό και έρχεται σαν επισκέπτης στην Ελλάδα, οποιαδήποτε κι αν είναι η υπηκοότητά του, αισθάνεται διπλά, τρίδιπλα... πολλαπλά Έλληνας ! Αυτό συμβαίνει κατά κανόνα σε όλους εμάς τους έλληνες ξενιτεμένους όταν τα μάτια μας αντικρίζουνε τον καταγάλανο ουρανό, τη θάλασσα και τον ήλιο της Ελλάδας, την περίφημη Ακρόπολή της με τα πανάρχαια και ξακουστά μνημεία της που αστράφτουν με δόξα μυστική και απροσπέλαστη επί αιώνες... τις εκκλησιές της τις παλιές που επέζησαν από τη μήνιν των κατακτητών που τη διάβηκαν στο πέρασμα της ιστορίας και εσύλησαν τους θησαυρούς της, αλλά και τους ναούς της τους νεότερους που φανερώνουν συμβολικά την αδιάσπαστη ακεραιότητα της ιερής της παράδοσης, τα χώματά της τα ιερά που άγιασαν θεοκήρυκες απόστολοι του Χριστού και αναρίθμητοι άγιοι πατέρες της Εκκλησίας, την ατμόσφαιρά της που μυρίζει θυμίαμα αδιάλειπτης προσευχής στην Παναγία Tριάδα, ως και τόσα και τόσα άλλα θαύματα που κλείνει μέσα της αυτή η πολιτιστικά πρώτη και αθάνατη Ελλάδα μας. Αυτό επαναλαμβάνεται και επιβεβαιώνεται από μας τα τέκνα της μεγάλης, της οικουμενικής Ελλάδας, όπως θέλουμε να λεγόμαστε, κάθε φορά που ερχόμαστε εδώ στην κοιτίδα του ελληνικού πολιτισμού, Έλληνες κι εμείς της ξενιτειάς, δηλαδή του οικουμενικού Ελληνισμού, που έχουμε επωμισθεί τη βαριά και δύσκολη αποστολή να διατηρήσουμε την πατρώα πίστη και την ελληνική συνείδηση, συγχρόνως δε να εξελληνίσουμε και να εκχριστιανίσουμε τους ετερογενείς και ετερόδοξους με την Oρθοδοξία. Δεν θα μπορούσα, και αν προσπαθούσα ακόμη, να σας περιγράψω τα αισθήματα που κατακλύζουν την ψυχή μου από τη στιγμή που ξαναπάτησα ετούτη την ευλογημένη πατρώα γη. Εκείνο όμως που με συγκλονίζει απόψε είναι τούτος ο συγκεκριμένος τόπος στον οποίο στεκόμαστε, το ιερό σύμβολο του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, το βήμα του Αθήνησι Eθνικού Πανεπιστημίου.
Μέχρις εδώ ο λυρισμός. Τον επιστράτευσα για να εκφράσω τον ενθουσιασμό, τη χαρά και την ικανοποίηση που πλημμυρίζουν την ψυχή μου, καθώς βρίσκομαι μπροστά σας και σας απευθύνω τις θερμές ευχαριστίες μου για την αποψινή τιμή, μεταφέροντάς σας ταυτόχρονα και τα αδελφικά αισθήματα του Ελληνισμού της Αμερικής, αλλά και διαβιβάζοντάς σας την πατρική ευλογία της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχη μας κ.κ. Βαρθολομαίου.
Οφείλω συνάμα να σας μεταφέρω τα θερμά αισθήματα αγάπης και εκτίμησης της αδελφής Ελληνορθόδοξης Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού στο Μπρουκλάιν της Μασαχουσέτης. Η Αρχιεπισκοπή Αμερικής και εγώ προσωπικά ως πρόεδρος της Εφορίας εκφράζουμε τη βαθιά ευγνωμοσύνη μας για την πολύχρονη, εγκάρδια και συστηματική υποστήριξη της Σχολής της Iεράς μας Aρχιεπισκοπής από το πρώτο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της μητροπολιτικής Ελλάδας. Αρκεί ενδεικτικά να υπενθυμηθούν τα ονόματα των κοσμητόρων και καθηγητών της Σχολής μας, οι οποίοι υπήρξαν απόφοιτοι της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναφέρω χαρακτηριστικά τον πρώτο σχολάρχη της, τον κατόπιν αρχιεπίσκοπο Θυατείρων κυρό Αθηναγόρα Καββάδα, και το δεύτερο σχολάρχη και κατόπιν αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας, μητροπολίτη Κώου και στη συνέχεια Πισιδίας, κυρό Ιεζεκιήλ Τσουκαλά. Επιπλέον αναφέρω ότι αδιαλείπτως και μέχρι σήμερα είχαμε καθηγητές αποφοίτους και διδάκτορες της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ πολλοί διακεκριμένοι καθηγητές της Θεολογικής Σχολής Αθηνών δίδαξαν στη Θεολογική μας Σχολή ή και πραγματοποίησαν ειδικές διαλέξεις, όπως συνέβη πρόσφατα και με σας, ελλογιμότατε και αγαπητέ κ. Κοσμήτορ. Ιδιαίτερη αναφορά οφείλω να κάνω στον τελευταίο επισκέπτη καθηγητή, το διδάκτορα Νεκτάριο Παπαδόπουλο, του Τμήματος Βιβλικής Θεολογίας, που κοιμήθηκε πρόσφατα εν Κυρίω και που δίδαξε με επιτυχία μαθήματα του κλάδου του κατά το περασμένο ακαδημαϊκό έτος. Αιωνία του η μνήμη! Τέλος, δράττομαι της ευκαιρίας αυτής για να ευχαριστήσω και από της θέσεως αυτής την Πρυτανεία του Εθνικού μας Πανεπιστημίου, η οποία με δική της πρωτοβουλία έστειλε πέρυσι τον αντιπρύτανή της για να μας ενθαρρύνει και να μας τείνει χείρα βοηθείας στην αρχιεπισκοπική προσπάθεια ανανέωσης του ανώτατου αυτού ιδρύματός μας, του Ελληνικού Κολεγίου/Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού. Εκτιμώ βαθύτατα τη χειρονομία αυτή και ελπίζω η Σχολή να κάνει καλή χρήση της στο μέλλον.
Το θέμα μας απόψε είναι τρίπτυχο: «Η παρουσία, η δυναμικότητα και ο ρόλος της Ελληνικής Εκκλησίας στην Αμερική». Η πρώτη πτυχή είναι το ιστορικό μέρος, δηλαδή αναδρομή στο ιστορικό παρελθόν που μας οδηγεί στο παρόν. Η δεύτερη πτυχή αναφέρεται στο παρόν, δηλαδή στη δράση και αντίδραση της Ελληνικής Εκκλησίας στην Αμερική σήμερα. Η τρίτη πτυχή αναφέρεται στον προβληματισμό για το μέλλονØ είναι το σκεπτικό μέρος, όπως θα το έλεγαν οι θεωρητικοί ή ακόμη και οι στρατιωτικοί που ετοιμάζονται για μάχη. Είναι φυσικό οι πληροφορίες και οι σκέψεις που θα εκτεθούν να είναι επιλογή μάλλον, παρά πλήρης
περιγραφή. Η εικόνα που εκτίθεται είναι ιχνογράφημα παρά λεπτομερής ζωγραφημένος πίνακας. Έμφαση βεβαίως θα δοθεί σε μερικά ζητήματα που προβάλλονται και συζητούνται στην επικαιρότητα και που συχνά ερεθίζουν τη σκέψη και την ομιλία των απανταχού Eλλήνων.
1) Η παρουσία, δηλαδή το χθες της ελληνικής Εκκλησίας στην Αμερική
Δύο έως τρία εκατομμύρια υπολογίζεται από τους σημερινούς συντηρητικούς ή φιλελεύθερους ειδήμονες ότι είναι ο πληθυσμός της ελληνικής ομογένειας στην Αμερική. Το στοιχείο αυτό πρέπει να συμπληρωθεί με ένα άλλο, την ύπαρξη 550 περίπου οργανωμένων εκκλησιαστικών κοινοτήτων σε 8 επισκοπές που απαρτίζουν την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής. Πού βρέθηκαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Πώς ξεκίνησε η όλη αυτή ιστορία;
Μερικοί υποστηρίζουν ότι η ιστορία της ελληνικής ομογένειας της Αμερικής αρχίζει με το Χριστόφορο Κολόμβο που είχε, όπως λέγουν, ελληνική καταγωγή. Άλλοι πάλι ταυτίζουν την αφετηρία της με την άφιξη του έλληνα ναυτικού Δωρόθεου Φιλόθεου (όνομα σημαδιακό!) στην Αμερική το 1528, ενώ κάποιοι άλλοι τοποθετούν την αρχή της στο 1768, όταν εμφανίστηκε η πρώτη ελληνική κοινότητα της Νέας Σμύρνης στην περιοχή Άγιος Αυγουστίνος στη Φλόριντα, όπου και υπάρχει σήμερα το εθνικό προσκύνημα των Ελλήνων της Αμερικής «Ο Άγιος Φώτιος». Αναμφίβολα, οι αρχές της ελληνικής ομογένειας της Αμερικής ανάγονται
στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και σηματοδοτούνται από την ίδρυση ελληνορθόδοξων κοινοτήτων, οι οποίες γίνονται και οι πρώτοι κρίκοι μιας αδιάκοπης ιστορικής αλυσίδας που φθάνει μέχρι το παρόν. Από τότε μέχρι σήμερα μπορούμε να διακρίνουμε 6 περιόδους στην ιστορία της ελληνικής Εκκλησίας στην Αμερική, δηλαδή την προκαταρκτική περίοδο που αρχίζει με τη δεκαετία του 1850 και κλείνει με τον Πατριαρχικό Ιδρυτικό Τόμο της Αρχιεπισκοπής Αμερικής που εκδόθηκε το 1922 και τις περιόδους αρχιερατείας των μέχρι τούδε αρχιεπισκόπων:
Αλεξάνδρου (1922-1930), Αθηναγόρου (1931-1948), Μιχαήλ (1949-1958), Ιακώβου (1959-1996) και του υποφαινομένου (1996 και εξής).
Το 1862 εμφανίζεται η πρώτη ελληνορθόδοξη κοινότητα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Γκάλβερστον του Τέξας και στη συνέχεια το 1864 η Αγία Τριάδα στη Νέα Ορλεάνη. Έπειτα ακολουθούν – για να αναφέρουμε ενδεικτικά
μερικές εξέχουσες περιπτώσεις – το 1891 η Αγία Τριάδα στη Νέα Υόρκη, όπου υπάρχει σήμερα ο καθεδρικός ναός της Ιεράς μας Αρχιεπισκοπής, το 1892 η Αγία Τριάδα στο Σικάγο, το 1893 ο Ευαγγελισμός στη Νέα Υόρκη, το 1894 η Αγία Τριάδα στο Λόουελ της Μασαχουσέτης, το 1901 ο Ευαγγελισμός στη Φιλαδέλφια της Πενσυλβανίας και ο Άγιος Νικόλαος στο Νιούαρκ της Νέας Iερσέης, το 1902 η Αγία Τριάδα στο Μπέρμινχαμ της Αλαμπάμας, το 1903 η Αγία Τριάδα στο Σαν Φρανσίσκο και ο Ευαγγελισμός στη Βοστόνη, το 1904 ο Άγιος Νικόλαος στο Σεντ Λούις του Μιζούρι. Το 1906 υπήρχαν 29 ελληνικές ενορίες στην Αμερική.
Με την ανατολή και ανέλιξη του 20ού αιώνα και με την ανάπτυξη του μεταναστευτικού κινήματος που ενισχύθηκε ιδιαίτερα μετά τη Μικρασιατική Kαταστροφή, οι ελληνορθόδοξες κοινότητες πολλαπλασιάζονται με ταχύτατο ρυθμό.
Έτσι από το 1862 μέχρι το 1922 ιδρύθηκαν στην Αμερική 140 ελληνικές ενορίες από τις πεντακόσιες περίπου χιλιάδες ελλήνων μεταναστών που είχαν έλθει κατά το διάστημα αυτό στην αμερικανική ήπειρο. Οι ιερείς τους προήρχοντο και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και από την Εκκλησία της Ελλάδος. Αυτά τα δύο εκκλησιαστικά κέντρα έπαιξαν και τον πρώτο ρόλο στη διοργάνωση των κοινοτήτων
αυτών ως καθαρά εκκλησιαστικών.
Ο πρώτος μητροπολίτης που ασχολήθηκε με τη διοργάνωση των κοινοτήτων αυτών σε αρχιεπισκοπή ήταν ο Αθηνών Μελέτιος (Μεταξάκης), που ήλθε για πρώτη φορά στην Αμερική το 1918 ως έξαρχος της Εκκλησίας της Ελλάδος, συνοδευόμενος από το βοηθό του επίσκοπο Ροδοστόλου Αλέξανδρο, συνοδικό επίτροπο, και μεταφέροντας την απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος για την ίδρυση ελληνικής αρχιεπισκοπής στην Αμερική. Η έκπτωση του Μελετίου από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Εκκλησίας της Ελλάδος (ως βενιζελικού) το 1920, η επιστροφή του στην Αμερική το 1921 και ιδίως η άνοδός του στον Oικουμενικό Θρόνο το ίδιο έτος υπήρξαν καθοριστικά γεγονότα για την εξέλιξη της ελληνικής Εκκλησίας στην Αμερική, γιατί θεμελίωσαν την επάνοδό της στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην οποία είχε παραχωρηθεί από τον πατριάρχη Ιωακείμ Γã το 1908. Το 1921 ο Μελέτιος κάλεσε το πρώτο κληρικολαϊκό συνέδριο και συνέταξε τον πρώτο εκκλησιαστικό καταστατικό χάρτη, βάσει του οποίου αναγνωρίστηκε η Ελληνική Εκκλησία από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης, ταυτόχρονα δε ίδρυσε και την Ιερατική Σχολή του Αγίου Αθανασίου, που λειτούργησε για δύο χρόνια. Το 1922, μετά την άνοδό του στον πατριαρχικό θρόνο, επανέφερε με συνοδική απόφαση την ελληνική Εκκλησία της Αμερικής στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εξέδωσε τον Ιδρυτικό Τόμο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής (17 Μαΐου 1922) με πρώτο αρχιεπίσκοπο το Ροδοστόλου Αλέξανδρο, ο οποίος μέχρι τότε χρημάτιζε συνοδικός επίτροπος της ελληνικής Εκκλησίας στην Αμερική. Τότε ιδρύθηκαν και οι πρώτες επισκοπές της Αρχιεπισκοπής, στη Βοστόνη, στο Σαν Φρανσίσκο και στο Σικάγο, των οποίων οι επίσκοποι μαζί με τον αρχιεπίσκοπο αποτέλεσαν επαρχιακή σύνοδο. Ωστόσο, η Εκκλησία της Ελλάδος που είχε μέχρι τότε την επιτροπεία της ελληνικής Εκκλησίας στην Αμερική είχε στείλει το 1921, μετά την έκπτωση του Μελετίου, τον Μονεμβασίας Γερμανό προς αντικατάσταση του Ροδοστόλου Αλεξάνδρου. Η διένεξη Μελετίου και Γερμανού και αργότερα Αλεξάνδρου και Γερμανού ήταν αναπόφευκτη, έληξε όμως το 1924 με συμφωνία μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η περίοδος του αρχιεπισκόπου Αλεξάνδρου ήταν έμπλεη σοβαρών προβλημάτων. Κατ’ αρχήν οι κοινότητες, ως κοινότητες μεταναστών, αντιμετώπιζαν βασικά πολιτισμικά προβλήματα, ερχόμενες συχνά σε αντίθεση με το αμερικανικό περιβάλλον που ασκούσε φανερή ή διακριτική πίεση για αφομοίωσή τους ή και
αμερικανοποίησή τους κατά τα ήδη υφιστάμενα αμερικανικά εκκλησιαστικά πρότυπα. Οι περισσότερες απ’ αυτές είχαν ιδρυθεί και οργανωθεί ως ανεξάρτητα σωματεία σύμφωνα με προτεσταντικά κοινοτικά μοντέλα και δεν δέχονταν την εξουσία της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Το άλλο όμως εξίσου υπαρξιακό γι’ αυτές πρόβλημα ήταν ότι ήσαν και πολιτικά διηρημένες σε βασιλικές και βενιζελικές. Έτσι δημιουργήθηκαν οξύτατες αντιμαχόμενες ομάδες, η ομάδα των βενιζελικών που υπήχθησαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, η ομάδα των βασιλικών που οργανώθηκε πρώτα από το δεύτερο έξαρχο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αμερική, το μητροπολίτη Μονεμβασίας Γερμανό, και μετά το 1924 από το βασιλόφρονα μητροπολίτη Χαλδίας Βασίλειο ως ξεχωριστή και μάλιστα Αυτοκέφαλη Ελληνορθόδοξη Εκκλησία των ΗΠΑ και Καναδά, και μερικές ακόμη μικρές ομάδες που είτε ήσαν ανεξάρτητες ή εξαρτημένες από άλλες δικαιοδοσίες. Τον αρχιεπίσκοπο Αλέξανδρο πολέμησαν όλοι οι βασιλικοί, αλλά και ορισμένοι βενιζελικοί για άλλους λόγους. Παρ’ όλα αυτά, το έργο του αρχιεπισκόπου Αλεξάνδρου προχώρησε. Τελικά περίπου 133 από τις 200 κοινότητες που υπήρχαν τότε τον ακολούθησαν και έβαλαν βάσεις για το μέλλον σε δύο κληρικολαϊκά συνέδρια που έγιναν το 1922 και το 1927. Το κύριο όμως ζητούμενο παρέμεινε η ενοποίηση και η κανονική εκκλησιαστική διοργάνωση των ελληνικών αυτών κοινοτήτων. Ο νέος καταστατικός χάρτης που έγινε δεκτός το 1927 δεν επέφερε καμιά ουσιαστική αλλοίωση στη δομή του πρώτου και συνεπώς δεν συνέβαλε στην καταπολέμηση των κοινοτικών προβλημάτων που επιδεινώθηκαν καθώς έκλεινε η τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα.
Το 1929 έγινε μια πολύ σημαντική και αποφασιστική κίνηση. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Φώτιος Β΄ και ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος έστειλαν τον Κορινθίας Δαμασκηνό (τον μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών και αντιβασιλέα) ως πατριαρχικό έξαρχο και εντεταλμένο της Ελλαδικής Εκκλησίας για να επιληφθεί της συνδιαλλαγής των διεστώτων. Ο Δαμασκηνός κατόρθωσε να απομακρύνη τους επικεφαλής της διάστασης και μαζί μ’ αυτούς και τον αρχιεπίσκοπο Αλέξανδρο και το μητροπολίτη Χαλδίας Βασίλειο, αλλά και τους επισκόπους, οι οποίοι μετατέθησαν σε μητροπόλεις της Ελλάδας, καθώς και να καταργήσει το επαρχιακό συνοδικό σύστημα που είχε αποδειχθεί διαιρετικό, υπάγοντας τις επισκοπές στην Αρχιεπισκοπή και τοποθετώντας τες κάτω από επισκόπους βοηθούς του
αρχιεπισκόπου, ενώ η Αρχιεπισκοπή γίνεται απλή επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου. Έτσι ενοποίησε όλα σχεδόν τα διεστώτα και τα υπήγαγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο κάτω από ένα νέο χαρισματούχο αρχιεπίσκοπο, τον από Κερκύρας Αθηναγόρα (τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη), που αντάλλαξε τη θέση του
με τον Αλέξανδρο. Η Αρχιεπισκοπή περιλάμβανε τότε 220 κοινότητες με 5 επισκοπικές περιφέρειες (Νέας Υόρκης, Βοστόνης, Σικάγου, Σαν Φρανσίσκου και Καρολίνας), στις οποίες διορίστηκαν 5 βοηθοί επίσκοποι. Η επιτυχία του Δαμασκηνού ήταν αναμφίβολα σημαντική και σωτήρια. Εισήγαγε αποφασιστικότερα το ορθόδοξο εκείνο ιεραρχικό σύστημα, γνωστό για τον ενοποιό χαρακτήρα του, αν και δεν αλλοίωσε δραστικά τον υποβόσκοντα κοινοτισμό. Ήταν καταφανές ότι στη διασπορά είναι επιζήμια η ύπαρξη αυτόνομης ή ημιαυτόνομης επαρχίας, όταν
το πλαίσιο είναι κατεξοχήν ετερόδοξο και αντιθετικό.
Το 1930, όταν ανέλαβε ο Αθηναγόρας ως αρχιεπίσκοπος, άρχισε μια νέα περίοδος για την ελληνική Eκκλησία στην Αμερική. Τα πρώτα χρόνια της αρχιερατείας του αποδείχθηκαν εξόχως δύσκολα και πικρά, κατά μερικούς δε και μαρτυρικά. Το μαρτύριό του προκλήθηκε από τον κλήρο που ήθελε να μείνει ανεξάρτητος προς ιδιοτελή πορισμό και αντιστεκόταν σε κάθε κίνηση ιεραρχική. Αυτό φάνηκε από την αντίδραση του κλήρου στο νέο καταστατικό χάρτη που εισήχθη το 1931 στην 4η Kληρικολαϊκή Σύναξη της Αρχιεπισκοπής. Τα επίμαχα σημεία ήσαν δύο, η κατάργηση του συνοδικού συστήματος και η υπαγωγή της Αρχιεπισκοπής στη Σύνοδο του Πατριαρχείου, τα οποία είχαν κριθεί απαραίτητα για την επίτευξη του βασικού ζητήματος της θεμελίωσης της εκκλησιαστικής και κανονικής ενότητας της ελληνικής Εκκλησίας. Οι επικριτές του Αθηναγόρα έλεγαν πως ο νέος καταστατικός χάρτης ήταν καθ’ υπερβολήν ιεραρχικός, μοναρχικός και ριζοσπαστικός σε σύγκριση προς τους δύο προηγούμενους και προς τους νόμους της αμερικανικής πολιτείας. Όταν στην 5η Kληρικολαϊκή ξέσπασε η αντίδραση με το αίτημα για αποκέντρωση, ο αρχιεπίσκοπος Αθηναγόρας έμεινε αλύγιστος. Η ενότητα της Εκκλησίας ήταν το πρώτιστο και κύριο θέμα, και δεν ήταν διατεθειμένος να τη διακυβεύσει. Μεσολάβησαν μεγάλες ταραχές. Οι αντίθετοι προς τον αρχιεπίσκοπο προσέφυγαν στα δικαστήρια. Ο αρχηγός τους, ο ιερέας Χριστόφορος Κοντογιώργης, καθαιρέθηκε. Τότε ιδρύθηκε αντίπαλη αρχιεπισκοπή με κέντρο
το Λόουελ της Μασαχουσέτης, η οποία τελικά έσβησε λίγο μετά το θάνατο του πρωτεργάτη της το 1950. Ωστόσο, το εκκλησιαστικό έργο του Αθηναγόρα συνεχίστηκε και πέτυχε στους κύριους στόχους του. Το 1942 κατετέθη η βάση για την αντιμετώπιση των οικονομικών αναγκών της Αρχιεπισκοπής με την ετήσια συνεισφορά του «μονοδόλαρου» που αποφασίστηκε να προσφέρει κάθε ομογενής. Το 1931 ιδρύθηκε η Φιλόπτωχος Aδελφότητα σε επίπεδο παναμερικανικό. Το 1937
θεμελιώθηκε στο Pomfret του Kονέκτικατ η Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού με πρώτο σχολάρχη και κοσμήτορα τον επίσκοπο Βοστόνης, Αθηναγόρα Καββάδα. Το 1943 ιδρύθηκε η Ακαδημία του Αγίου Βασιλείου για την προπαρασκευή ελλήνων δασκάλων. Το 1947 μεταφέρθηκε η Θεολογική Σχολή στη σημερινή τοποθεσία της, στο Mπρουκλάιν της Μασαχουσέτης. Το 1948 ο Αθηναγόρας εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης, έχοντας προαγάγει σημαντικά το έργο των προκατόχων του, την ενοποίηση της Εκκλησίας, την περαιτέρω διοργάνωσή της, την αντιμετώπιση των οικονομικών της αναγκών, την ίδρυση των βασικών της ιδρυμάτων, φιλανθρωπικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικών.
Το έργο του Αθηναγόρα συνέχισε και προώθησε ποιοτικά ένας άλλος χαρισματικός και σεμνός κληρικός, ο από Κορινθίας Μιχαήλ, που ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αμερικής το 1949. Ο Μιχαήλ δεν έγινε από όλους αμέσως αποδεκτός. Υπήρξαν αρκετοί κληρικοί που τον κατέκριναν ως αγνοούντα το αμερικανικό πλαίσιο και την ιδιαιτερότητα της ελληνικής Εκκλησίας στο Νέο Κόσμο. Επίσης, τον κατέκριναν ως αυστηρό παραδοσιακό κληρικό που εισήγαγε ακραίο συντηρητισμό (φονταμενταλισμό θα τον λέγαμε σήμερα) σ’ ένα πλαίσιο τελείως αντίθετο προς αυτόν. Η αλήθεια όμως ήταν ότι ο Μιχαήλ είχε πολύπλευρη προσωπικότητα και μακρά πείρα, έχοντας υπηρετήσει στη Ρωσία, στην Αγγλία και στην Ελλάδα, και είχε ασύγκριτα ευρύτερο ορίζοντα από εκείνον στον οποίο απέβλεπε τότε η ομογένεια της Αμερικής. Το κύριο μέλημα του Μιχαήλ ήταν η προαγωγή και προβολή της ορθόδοξης πνευματικότητας και πίστης και ενδοεκκλησιαστικά και οικουμενικά. Προήγαγε τα κατηχητικά ενοριακά σχολεία, εκδίδοντας τα πρώτα κατηχητικά βοηθήματα στα αγγλικά. Επέτρεψε το κήρυγμα στις συνάξεις να γίνεται στα αγγλικά. Eξύψωσε το ακαδημαϊκό επίπεδο της Θεολογικής Σχολής, διορίζοντας νέο κοσμήτορα, και εισήγαγε ισχυρότερες ακαδημαϊκές προδιαγραφές. Διοργάνωσε τη νεολαία με την ίδρυση της Eλληνικής Oρθόδοξης Nεολαίας της Aμερικής (GOYA) το 1950. Έκανε το μονοδόλαρο δεκαδόλαρο. Έδωσε ώθηση στις οικουμενικές σχέσεις και στους διαλόγους, αντιπροσωπεύοντας το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε διαφόρους οικουμενικούς διαλόγους και ιδιαίτερα στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, του οποίου και εξελέγη συμπρόεδρος το 1954. Γενικά ο Μιχαήλ συνέβαλε στην ενοποίηση της ελληνικής Εκκλησίαςστην Αμερική, επιτελώντας ποιοτικό έργο και προβάλλοντας κοινά προγράμματα διεργασίας. Το κυριότερό του πρόβλημα ήταν το πώς να χαλιναγωγήσει τα στοιχεία εκείνα του σαφώς προτεσταντικής υφής κοινοτισμού που είχαν από τις πρώτες αρχές παγιωθεί στις ελληνορθόδοξες κοινότητες. Προσπάθησε να το επιτύχει αυτό με τη θέσπιση των Ομοιόμορφων Κοινοτικών Κανονισμών (Uniform Parish Regulations), οι οποίοι και επικρίθηκαν και δεν έγιναν στην πράξη αποδεκτοί. Τέλος, ο μακαριστός Μιχαήλ διεύρυνε το προφίλ της Εκκλησίας και την κατέστησε ευκολότερα αποδεκτή στην αμερικανική πολιτεία και κοινωνία (αναγνωρίστηκε επίσημα από 27 πολιτείες). Στην 13η Kληρικολαϊκή Σύναξη (1956) προσήλθαν και μίλησαν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Αϊζενχάουερ και ο αντιπρόεδρος Νίξον. Δυο χρόνια αργότερα, ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ δήλωνε για τον αδόκητο θάνατο του αρχιεπισκόπου Μιχαήλ: «Eίναι μεγάλη απώλεια όχι μόνο για την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά για όλη τη Χώρα, γιατί είχε αναδειχθεί σε διακεκριμένο πολίτη της και εργάτη της ειρήνης».
Ο θάνατος του μακαριστού αρχιεπισκόπου Μιχαήλ έφερε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον από Μελίτης Ιάκωβο το 1959. Ο αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος επεβλήθη τότε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, ο οποίος εγνώριζε τα τάλαντα και τις ικανότητές του από την ευδόκιμη προϋπηρεσία του ως μόνιμου αντιπροσώπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών. Ήταν κατάλληλος για την αρχιεπισκοπική διακονία, διότι και την Αμερική εγνώριζε, όπου είχε προηγουμένως υπηρετήσει, αλλά και ευρύτερη πείρα διέθετε λόγω της διακονίας του στην Ευρώπη, η οποία του αποδείχθηκε πράγματι πολύτιμη. Ένα είναι βέβαιο, ότι στο ξεκίνημά του, παρά τις αντιδράσεις ορισμένων αντιφρονούντων, που δεν έλλειψαν ποτέ από τη μακρόχρονη πορεία του και που έφθασαν σε αρκετά υψηλά επίπεδα έντασης στα διάφορα στάδιά της, ακόμη και στα τέλη της, κινήθηκε επί ασφαλέστερου εδάφους από ό,τι είχε συμβεί στην περίπτωση των προκατόχων του. Η θεσμική ενοποίηση των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων γύρω από την Αρχιεπισκοπή και η εδραίωση μερικών τουλάχιστον εκ των κύριων ιδρυμάτων της είχε ήδη επιβληθεί σε ικανοποιητικό βαθμό και καθιστούσε το έργο της κανονικής διευθέτησης των ποιμαντικών και κοινοτικών προβλημάτων ευχερέστερο. Από τη σκοπιά αυτή ο αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος ήταν οπωσδήποτε σε ισχυρότερη και πλεονεκτικότερη θέση από τους προκατόχους του. Υπήρχαν οι προϋποθέσεις για καλύτερη οργάνωση και επέκταση προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτό φάνηκε αμέσως από την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στη 15η Kληρικολαϊκή Σύναξη το 1960, η οποία χαρακτηρίστηκε ιστορική. Τα ζητούμενα τότε, όπως τα περιέγραψε ένας σοβαρός παρατηρητής, μας δίνουν και τις διαστάσεις της διακονίας του κ. Ιακώβου:
-
η αναθέρμανση του ελληνορθόδοξου στοιχείου της Αμερικής με νέα εσωτερική ιεραποστολή και περισσότερους επιτηρητές/επισκόπους, προκειμένου να συνεχίσει με μεγαλύτερη ζέση τις παραδόσεις της ομογένειας και
της Oρθοδοξίας,
- η ενίσχυση της γνώσης και διατήρησης της ελληνικής γλώσσας (π.χ. ενίσχυση τόσο των δασκάλων όσο και των ελληνικών σχολείων, ημερήσιων και
απογευματινών, τόνωση του ελληνικού τύπου, ημερήσιου και περιοδικού
κτλ.),
- η συστηματικότερη αντιμετώπιση των οικονομικών αναγκών με τη συνεπέστερη και ευρύτερη καταβολή του δεκαδόλαρου, αλλά παράλληλα και
με τη δημιουργία ενός σοβαρού αποθεματικού κεφαλαίου (Trust Fund)
από κληροδοτήματα ή άλλα μέσα,
- η επίτευξη μεγαλύτερης ομοιομορφίας και η συνεπέστερη τήρηση της πειθαρχίας εκ μέρους κλήρου και λαού στις λειτουργικές ακολουθίες,
- η ενίσχυση του ταμείου σύνταξης του κλήρου και των λαϊκών υπαλλήλων
της Αρχιεπισκοπής,
- η αναδιοργάνωση και ενίσχυση των κατηχητικών σχολείων και της Θεολογικής Σχολής,
- η περαιτέρω ενίσχυση του έργου της μεγάλης Φιλοπτώχου Αδελφότητας,
- η ενίσχυση του έργου της Ελληνορθόδοξης Νεολαίας (GOYA) και η διασύνδεσή της με τις ενορίες.
Υπήρχαν και άλλα δευτερεύοντα θέματα, αλλά το κύριο μέλημα του αρχιεπισκόπου ήταν «η διατήρηση των ιερών παραδόσεων της ομογένειας και της Oρθοδοξίας».
Σε όλες αυτές τις διαστάσεις το έργο του αρχιεπισκόπου Ιακώβου έχει να
επιδείξει μια εκπληκτική πρόοδο, την οποία δεν είναι δυνατόν ούτε και σε σκιαγραφία να παρακολουθήσουμε απόψε, αν λάβουμε υπόψη μας ότι καλύπτει 37 συναπτά έτη εκκλησιαστικής προσφοράς, δηλαδή το ένα τρίτο του αιώνα μας. Κατά την περίοδο αυτή προωθήθηκαν πάμπολλα θέματα σε πάμπολλους τομείς. Δεν ήταν δυνατόν βέβαια, όπως ο καθένας μας αντιλαμβάνεται, να προωθηθούν όλα σε όλους τους τομείς και σε όλες τις διαστάσεις τους και συνεπώς υπάρχει μια νέα πορεία ενώπιόν μας κατά την οποία θα συνεχισθεί με συνέπεια το έργο της Εκκλησίας. Πιστεύω ότι η επιτυχία της πορείας αυτής θα εξαρτηθεί από το ποσοστό της σοβαρής αυτοκριτικής στην οποία θα προβώ σήμερα και όχι από θριαμβολογικές εκτιμήσεις ή ευκαιριακούς και ιδιοτελείς προγραμματισμούς, όπως θα ήθελαν ίσως μερικοί σχολιαστές. Το ότι κατέστη, σε ένα μεγάλο βαθμό, η ελληνική Εκκλησία στην Αμερική μια πραγματικότητα με εθνικές διαστάσεις, με την έννοια δηλαδή ότι έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη την Αμερική και αγκαλιάζει ολόκληρη τη χώρα, δεν σημαίνει μόνο επιτυχία, σημαίνει συγχρόνως και πρόκληση, και μάλιστα πρόκληση πάρα πολύ σοβαρή. Όπως σε κάθε επιχείρηση που ξανοίγεται πέρα από όσο της επιτρέπουν οι πόροι και οι δυνατότητές της, υπάρχει
ο κίνδυνος της υπερίσχυσης του φυγοκεντρισμού, έτσι ακριβώς και η ελληνική Εκκλησία στην Αμερική αντιμετωπίζει σήμερα κίνδυνο όχι μόνο οικονομικό, λόγω της τρομακτικής επέκτασής της, αλλά και πρόβλημα ποιοτικής υφής, αφού το μέγεθος του αφελληνισμού και της πολιτισμικής της αλλοίωσης την καθιστούν ξένη κατά ένα μεγάλο ποσοστό προς τις πηγές της στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη. Όλες οι διαστάσεις της λειτουργίας της ελληνικής Αρχιεπισκοπής που προσδιορίζουν την οντότητά της χρειάζονται αναπροσαρμογές στα νέα πλαίσια, στα οποία κατέληξε ύστερα από τη μακρόχρονη και επεκτατική πορεία τού όντως μεγαλόφρονος αρχιεπισκόπου Ιακώβου. Αλλ’ ας στρέψουμε τώρα την προσοχή μας στο παρόν. Πού βρισκόμαστε; Τι σημαίνει ότι φθάσαμε σε εθνικά επίπεδα;
Μια γενική σκιαγραφία των λειτουργιών του παρόντος θα μας δώσει την εικόνα της δυναμικότητας της ελληνικής Εκκλησίας της Αμερικής.
2) Ο δυναμισμός, ή το σήμερα της ελληνικής Εκκλησίας στην Αμερική
Όταν το 1959 αναλάμβανε ο αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος τη διαποίμανση της ελληνικής Εκκλησίας στην Αμερική, υπήρχαν 390 κοινότητες και τρεις αρχιεπισκοπικές περιφέρειες. Μέσα σε ένα χρόνο τις αύξησε σε 10 περιφέρειες και τοποθέτησε σ’ αυτές 10 νέους βοηθούς επισκόπους. Οι 8 ήσαν στην Αμερική, ένας στον
Καναδά και ένας στη Νότια Αμερική. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, το 1977, με ένα
νέο καταστατικό χάρτη, που ισχύει μέχρι σήμερα, οι περιφέρειες μετατράπηκαν
σε επισκοπές, στις οποίες τοποθετήθηκαν βοηθοί επίσκοποι που στο μεταξύ προήχθησαν σε επισκόπους. Η σχέση των επισκόπων και των επισκοπών τους προς την Aρχιεπισκοπή βασίστηκε γενικά στους ιερούς κανόνες, αλλά και σε ορισμένες ειδικές διατάξεις του καταστατικού χάρτη, οι οποίες κρίθηκαν απαραίτητες προκειμένου να διασφαλισθεί η ενότητα της Εκκλησίας. Μετά την πρόσφατη πατριαρχική επίσκεψη στην Αμερική το 1997 το Πατριαρχείο τίμησε τους επισκόπους με προαγωγή τους σε μητροπολίτες, των οποίων οι τίτλοι ελήφθησαν από το Συνταγμάτιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ταυτόχρονα, επαναδιορίστηκαν οι προαχθέντες και σε προέδρους των επισκοπών που υπηρετούσαν ώστε να συνεχισθεί το έργο τους σύμφωνα με τον ισχύοντα καταστατικό χάρτη. Στο σημείο αυτό εμφανίστηκε και η πρώτη αντίδραση, που δείχνει μεν τη ζωτικότητα και τη δυναμικότητα της Εκκλησίας, αλλά επισημαίνει και τον κίνδυνο στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε προηγουμένως, όταν μιλήσαμε για υπερίσχυση φυγόκεντρων τάσεων, που δύσκολα συμβιβάζονται με την προσπάθεια διασφάλισης της ενότητας της
Αρχιεπισκοπής.
H ανύψωση των επισκοπών σε μητροπόλεις ή σε επισκοπές με μητροπολιτικό καθεστώς δεν φαίνεται απηλλαγμένη σοβαρών προβληματισμών. Διότι προφανώς μπορεί να διακυβεύσει τη μέσω της Εκκλησίας ενοποίηση του ελληνισμού
της Αμερικής, μια ενότητα που σφυρηλατήθηκε με ομηρικούς αγώνες, όπως προαναφέραμε. Ενώ το βασικό πρόβλημα που παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα, αυτό
της υπαγωγής των ενοριών στην Αρχιεπισκοπή και στις επισκοπές της, θα οξυνθεί μάλλον λόγω της νέας ανακατάταξης και θα καταστεί ακόμη περισσότερο σοβαρό και ακανθώδες.
Ζητείται επιπλέον, αλλά από περιορισμένους κύκλους, να αναθεωρηθεί ο καταστατικός χάρτης με βάση τους πρώτους δύο χάρτες του 1922 και του 1927, οι οποίοι και θεωρούσαν την ελληνική Εκκλησία της Αμερικής ως κανονική ημιαυτόνομη, αν όχι αυτόνομη επαρχία με κανονική και πλήρη επαρχιακή σύνοδο. Στο σημείο όμως αυτό γεννάται το εύλογο ερώτημα: αν τότε, το 1927, με 220 μόνο ενορίες υπήρχε σχετικό πρόβλημα που απαιτούσε κατά το μακαριστό Αθηναγόρα τη διάλυση του συνοδικού συστήματος και την άμεση υπαγωγή της Αρχιεπισκοπής στο Πατριαρχείο σαν μία και μόνη μεγαλώνυμη επαρχία του Θρόνου, πόσο μάλλον θα ισχύει κάτι το παρόμοιο σήμερα με τις 550 περίπου ενορίες που απαρτίζουν τη σημερινή Αρχιεπισκοπή. Βεβαίως υπάρχει και το επιχείρημα ορισμένων ότι σήμερα, εν αντιθέσει προς τη δεκαετία 1920-1930, η Εκκλησία και ενοποιήθηκε και γνώρισε τέτοια αύξηση που να μη θεωρείται πια σαν εθνική οντότητα. Δεν θα πρέπει, λένε, μια τέτοια, όχι απλώς μεγαλώνυμη, αλλά πανταχού παρούσα και πολυάριθμη Αρχιεπισκοπή να κατατμηθεί σε επαρχίες που θα αποτελέσουν αυτοκέφαλη τοπική Εκκλησία; Νομίζω ότι η χρήση του όρου εθνική (Εκκλησία) είναι παραπλανητική, διότι δεν είναι η Εκκλησία μας εθνική με την ίδια έννοια όπως είναι π.χ. στην Ελλάδα ή στη Ρουμανία. Στις δύο αυτές χώρες Εκκλησία και έθνος ταυτίζονται εν πολλοίς, και πληθυσμιακά και τοπικά, έτσι ώστε το ένα να χαρακτηρίζει το άλλο. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την Αμερική. Στην Αμερική όχι μόνο η ελληνική ομογένεια, αλλά και οι άλλες ορθόδοξες σλαβικές και λοιπές οντότητες, έχουν χαρακτήρα εθνικό ως μέλη του Εθνικού Συμβουλίου των Χριστιανικών Εκκλησιών των ΗΠΑ (NCCC/USA). Στην πραγματικότητα, οι ορθόδοξοι, διασκορπισμένοι σε όλη τη χώρα, είναι ένα «μωσαϊκό» και η Oρθοδοξία, παρόλο που διακρίνεται λόγω του ιδιάζοντος πολιτισμικού χαρακτήρα της, ούτε ενοποιημένη είναι – δεδομένου ότι χωρίζεται σε εθνικού χαρακτήρα και ανεξάρτητες μεταξύ τους εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες – αλλά ούτε και κατά διάνοια αποτελεί εθνική (αμερικανική) πλειονότητα, όταν συγκριθεί με τα εκατομμύρια των άλλων ετερόδοξων Eκκλησιών, της ρωμαιοκαθολικής και των προτεσταντών. Νομίζω ότι με βάση τη θεώρηση αυτή σε ένα τέτοιο πολυεθνικού
χαρακτήρα πλαίσιο σαν την Αμερική, η ανάγκη ενίσχυσης της κάθε ενοποιητικής διάστασης είναι επιτακτική και αδήριτη. Δεν λησμονώ τη σοφή ρήση, «η ισχύς εν τη ενώσει», ιδιαίτερα όταν αναλογίζομαι πόσο πολύ έχει συρρικνωθεί ο Eλληνισμός – ο άμεσος και κύριος φορέας της Oρθόδοξης Εκκλησίας, και στη μητροπολιτική Ελλάδα και στην οικουμενική ελληνορθόδοξη διασπορά – ώστε ενοποίηση ή ενότητα να καθίσταται το πρώτο ζητούμενο. Παράλληλη περίπτωση, ή και παράδειγμα προς μίμηση, είναι η περίπτωση των Εβραίων, οι οποίοι με τη διατήρηση της ταυτότητάς τους και τη διεθνή ενοποίησή τους κατά το εφικτό ανέστησαν και κράτος και δύναμη, αν και αποτελούν οντότητα μειονοτική.
Υπεισήλθα στη λεπτομερειακή θεώρηση μιας μονάχα διάστασης της ζωής της ελληνικής Εκκλησίας στην Αμερική για να επισημάνω αυτό που λέχθηκε και προηγουμένως, ότι δηλαδή χρειαζόμασθε εις βάθος μελέτη της νέας κατάστασης στην οποία έφθασε η ομογένεια και κατάλληλη αναπροσαρμογή, και όχι ανεξέλεγκτες και μονομερείς κινήσεις, που ή θα επέφεραν νέες διαιρέσεις ή θα αποπροσανατόλιζαν πολλούς ομογενείς. Όπως στη δομική οργανωτική διάσταση της Αρχιεπισκοπής σε επισκοπικό και ενοριακό επίπεδο χρειάζεται σοβαρή μελέτη και σοφές ενοποιητικές ενέργειες, έτσι και για τις άλλες λειτουργικές διαστάσεις της
ισχύει το αυτό. Δεν είναι δυνατόν στο πλαίσιο της ομιλίας αυτής να αναλύσω το περιεχόμενο και τις διαστάσεις αυτές, θα τις απαριθμήσουμε όμως για να σας δώσουμε μια πληρέστερη εικόνα του δυναμισμού της ελληνικής Εκκλησίας μας που αποτελεί το βασικότερο και ουσιαστικότερο φορέα της διατήρησης της ελληνικής ομογένειας. Κατά το πρόγραμμα της 34ης Κληρικολαϊκής Συνέλευσης, της πρώτης
της αρχιεπισκοπικής θητείας μου, που έγινε στο Ορλάντο της Φλόριντας, οι κύριες εθνικές (δηλαδή παναμερικανικές) λειτουργίες της Εκκλησίας μας έχουν ως εξής:
-
Το ανώτατο εκπαιδευτικό μας Ίδρυμα του Ελληνικού Κολεγίου και της
Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, στο οποίο εκπαιδεύονται (επί
62 χρόνια) οι ιερείς και ηγέτες των ενοριών μας και το οποίο είναι αναγνωρισμένο από το Yπουργείο Παιδείας του ελληνικού κράτους και τις επίσημες αμερικανικές εκπαιδευτικές αρχές.
- Η εθνική, δηλαδή παναμερικανική, Φιλόπτωχος Αδελφότητα που έχει καθαρά φιλανθρωπικούς σκοπούς και είναι από τις μεγαλύτερες γυναικείες
οργανώσεις της Αμερικής.
- Το Τάγμα του Αγίου Ανδρέα που απαρτίζουν οι Άρχοντες Οφφικιάλοι του
Οικουμενικού Πατριαρχείου και το οποίο έχει αναλάβει υπεύθυνες και ζωτικές διακονίες μέσα στην Εκκλησία.
- Το Οικουμενικό Γραφείο, που συντονίζει τις διορθόδοξες, διαχριστιανικές και διαθρησκειακές σχέσεις και τους διαλόγους σε εθνικό ή τοπικό,
πολυμερές ή διμερές πλαίσιο.
- O Συνασπισμός των Ελληνορθόδοξων Οικονόμων (ΛOΓOΣ) που προάγει
ποιμαντικά θέματα αναφερόμενα στην ορθόδοξη πίστη.
- H 54χρονη Ακαδημία του Αγίου Βασιλείου που μετά τις μετατροπές του
1972 επιδόθηκε στη διακονία προς τους εμπερίστατους νέους της Εκκλησίας και της ομογένειας με εκπαιδευτικά και άλλα προγράμματα.
- H Διεύθυνση Ελληνικής Παιδείας, που σαν ένα είδος υπουργείου παιδείας οργανώνει τα σχολικά και πολιτιστικά προγράμματα της Αρχιεπισκοπής για να προβάλει τις ανεκτίμητες αξίες της ελληνικής ορθόδοξης κληρονομιάς και να προωθήσει την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, της
ιστορίας του ελληνικού έθνους και στοιχείων της ορθόδοξης πίστης. Kυρίως φέρει την ευθύνη για την καλή λειτουργία των ελληνικών σχολείων της Aρχιεπισκοπής, δηλαδή των 19 ημερησίων κοινοτικών σχολείων που εξυπηρετούν 4.432 παιδιά (σχολικό έτος 1997-98) και των 277 απογευματινών στα οποία φοιτούν 20.000 παιδιά.
- Το Εθνικό Γραφείο Νεολαίας και Διακονιών των Νέων που οργανώνει διάφορα προγράμματα για την αντιμετώπιση των αναγκών της ελληνορθόδοξης αμερικανικής νεολαίας.
- H Αρχιεπισκοπική Επιτροπή Αγαθοεργίας που έχει ως στόχο την αντιμετώπιση περιστασιακών αναγκών του ιερού κλήρου.
- Το «Ιονικό Χωριό» στη βορειοδυτική άκρη της Πελοποννήσου όπου 150 ελληνοαμερικανόπουλα εξερευνούν κάθε χρόνο τις ελληνορθόδοξες ρίζες τους
σε ένα γνήσιο και αυθεντικό ελληνικό πλαίσιο και επισκέπτονται ιστορικούς
ελληνικούς τόπους και το Οικουμενικό Πατριαρχείο στη Βασιλεύουσα.
- H Διεύθυνση Θρησκευτικής Εκπαίδευσης που εξυπηρετεί τις ανάγκες των
ενοριών σε ζητήματα θρησκευτικής κατήχησης μέσω κατάλληλων εκδόσεων και συστηματικού προγραμματισμού θρησκευτικών σπουδών, σεμιναρίων κτλ.
- O Οίκος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ που ιδρύθηκε από το μακαριστό αρχιεπίσκοπο Μιχαήλ για να φροντίζει για τους υπερήλικες και απόρους.
- Το Ιεραποστολικό Κέντρο στον Άγιο Αυγουστίνο της Φλόριντας, το οποίο
ιδρύθηκε από την Ιερά μας Αρχιεπισκοπή και απέκτησε διορθόδοξο χαρακτήρα από το 1994 και μετά. Το κέντρο αυτό συντηρεί ιεραποστόλους, ιεραποστολικά κέντρα και προγράμματα σε διάφορα μέρη του κόσμου
και έχει ετήσιο προϋπολογισμό ενός εκατομμυρίου δολαρίων.
- Ο Ορθόδοξος Παρατηρητής, η άλλοτε μηνιαία εφημερίδα της Αρχιεπισκοπής, η οποία εκδίδεται τώρα ανά δεκαπενθήμερο και περιλαμβάνει όλες
τις τρέχουσες ειδήσεις της Αρχιεπισκοπής διατηρώντας και σελίδα στο
διαδίκτυο.
- Η Εταιρεία Ελληνορθόδοξων Τηλεπικοινωνιών (GOTelecom), ένα καινούργιο όργανο της Εκκλησίας που, χρησιμοποιώντας τα μαζικά μέσα
επικοινωνίας και ιδιαίτερα τις βιντεοταινίες, προβάλλει την πίστη και τις
θέσεις της σε τρέχοντα θέματα και παρέχει βασική πληροφόρηση για την
Oρθοδοξία. Ήδη έχει στο ενεργητικό της γύρω στα 200 θέματα και διάφορα σημαντικά προγράμματα.
- Η Διακονία του Διαδικτύου, η οποία θεωρείται πρωτοποριακή ανάμεσα
στις όμοιές της που προωθούνται από άλλες Εκκλησίες, ορθόδοξες και
ετερόδοξες. Πρόκειται για μια διακονία που επεκτείνεται όλο και περισσότερο και αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευεργετική για τη νεολαία.
- Το Γραφείο Εκδόσεων το οποίο έχει την επιμέλεια του ετήσιου Ημερολογίου της Αρχιεπισκοπής, όπως και άλλων εντύπων ενημερωτικού ενδιαφέροντος και εκδόσεων γενικότερου ενδιαφέροντος.
- Το Ληξιαρχείο στο οποίο καταγράφονται τα μυστήρια που τελούνται από
τους ομογενείς (βαπτίσια, γάμοι και θάνατοι) και το οποίο προσφέρει
βασικό αρχειακό υλικό.
- Το Οικονομικό Τμήμα το οποίο εποπτεύει τις συνεισφορές των ενοριών
στο γενικό Ταμείο της Αρχιεπισκοπής και ασχολείται με συναφή οικονομικά ζητήματα.
- Τέλος, πρέπει να προστεθεί εδώ, και όχι ως τελευταίο, αλλά ως επιστέγασμα, το υπό σχεδιασμό Τμήμα Μοναχισμού που θα ασχολείται με θέματα μοναχισμού και ορθόδοξης πνευματικότητας. Ο ελληνορθόδοξος
μοναχισμός στην Αμερική είναι νέο χαρακτηριστικό και ελπιδοφόρο σημείο προόδου της Εκκλησίας μας. Αρκεί να αναφέρω απλώς ότι ο αριθμός των ιερών μονών ξεπέρασε ήδη τη δεκάδα, ενώ με την πρόσφατη
προσχώρηση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της παλαιοημερολογίτικης Ιεράς Μονής Χρυσοβαλάντου με τις προεκτάσεις της σε όλη την Αμερική προοιωνίζεται μια νέα εποχή καλλιέργειας της παραδοσιακής ορθόδοξης πνευματικότητας.
Αν προστεθούν στα παραρτήματα αυτά και οι διάφορες τοπικές διακονίες των
επισκοπών και των ενοριών, αντιλαμβάνεται κανείς το εκπληκτικό σφρίγος της ελληνικής Εκκλησίας της Αμερικής. Οι διακονίες αυτές φανερώνουν και το ρόλο που
διαδραματίζει η Εκκλησία μας στη μεγάλη χώρα της Αμερικής. Θα ήθελα, τέλος,
να σας μεταφέρω και μερικές σκέψεις ή προοπτικές που σχετίζονται με τις εν
λόγω διακονίες και την όλη δραστηριότητα της Εκκλησίας, ώστε να σχηματίσετε
μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του τι χρειάζεται και τι θα επιδιώξουμε να επιτύχουμε στη μελλοντική μας πορεία.
3) Ο ρόλος, δηλαδή το αύριο της ελληνικής Εκκλησίας στην Αμερική
Ο πρωταρχικός ρόλος της Εκκλησίας μας στη νέα περίοδο που ανοίγεται μπροστά
μας, με την τρίτη χιλιετία να πλησιάζει, είναι διττός. Από τη μια πλευρά πρέπει
να ληφθεί πρόνοια, ώστε να παγιώσουμε και να προαγάγουμε το πρωταρχικά ζητούμενο της εσωτερικής ενότητας και της κανονικής διαμόρφωσης της Αρχιεπισκοπής σε όλα τα εκκλησιαστικά επίπεδα και ιδιαίτερα στο ενοριακό. Έπειτα
χρειάζεται να τελειοποιήσουμε, με σωστούς λειτουργικούς εκσυγχρονισμούς και
κατάλληλες αναπροσαρμογές, τις δομές διοίκησης και διακονίας της Εκκλησίας
μας, συγχρόνως δε να δημιουργήσουμε ενδεχομένως και νέες επιμέρους δομές
ώστε να προαχθεί η όλη ανανεωτική προσπάθεια της Αρχιεπισκοπής σε βάθος και
ποιότητα.
Πιστεύω πως αυτό θα επιτευχθεί, αν αναζωπυρώσουμε την ελληνορθόδοξη
πνευματικότητα που αναδεικνύει στη ζωή μας τη δύναμη της θείας Xάρης και
αγάπης, που αναβλύζει μέσα από το μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Δηλαδή,
αν ως ελληνορθόδοξοι χριστιανοί σταθούμε στο ύψος μας και ανταποκριθούμε
αληθινά στην κλήση μας με βάση την ιερή μας ομογενειακή και εκκλησιαστική παράδοση. Το να προχωρήσουμε σε ποιότητα και βάθος σημαίνει να αναγνωρίσουμε ότι είμαστε πραγματικά μια οικογένεια τόσο μεταξύ μας όσο και με όλους τους ελληνορθόδοξους και λοιπούς αδελφούς μας, αφού διά του Χριστού γινόμαστε
σύσσωμοι και όμαιμοι, μία σάρκα, η σάρκα της Εκκλησίας. Η προοπτική μας καθορίζεται από τη θεία ευχαριστία και κοινωνία με την οποία ανανεωνόμαστε συνεχώς και γινόμαστε το ένα σώμα του Κυρίου και μέλη αλλήλων. Και όπως το σώμα του Χριστού παραμένει ένα και αδιαίρετο, έτσι δι’ αυτού γινόμαστε, είμαστε
και θα είμαστε κι εμείς μια αδιαίρετη πραγματικότητα. Έτσι θα ικανωθούμε να
αντιμετωπίσουμε σωστά και αποτελεσματικά τις μεγάλες προκλήσεις των νέων καιρών, πολλές από τις οποίες δεν μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί από τους προκατόχους μου. Μια απ’ αυτές είναι και η επέκταση της Eκκλησίας πέρα από τα στενώς εννοούμενα εθνικά ομογενειακά πλαίσια, στον ευρύτερο χώρο της αμερικανικής κοινωνίας. Η Εκκλησία μας σήμερα είναι μεν ελληνική, αλλά συγχρόνως και αμερικανική, αφού πολλοί, πάμπολλοι, Aμερικανοί βρίσκουν καταφύγιο και θαλπωρή στους κόλπους της. Αυτό και μόνο δημιουργεί νέες προοπτικές, όπως
και ανάγκες. Eίναι ανάγκη να εκχριστιανίσουμε τους πολλούς που προσέρχονται στην Oρθοδοξία, ιδιαίτερα όσους ενώνονται με τα ελληνορθόδοξα μέλη μας μέσω μικτών γάμων, οι οποίοι τελευταίοι αποτελούν πράγματι μοναδική πρόκληση και ευκαιρία. Σε όλα χρειάζεται, και θα επιδιωχθεί, σαφέστερη κατανόηση της
επέκτασης, και ποσοτικά και ποιοτικά, της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας μας. Μόνο αν πραγματοποιηθεί αυτό, θα μπορέσουμε ν’ ανταποκριθούμε στην πρόκληση της εποχής και να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να βρουν το δρόμο και την αποστολή τους μέσα στο χώρο της Εκκλησίας μας. Η νέα κατάσταση στην Εκκλησία με την
πολυποικιλία της απαιτεί μεγάλη προσοχή και φροντίδα, ώστε να μη γίνει πρόξενος αλλοίωσης της λαμπρής ελληνορθόδοξης ταυτότητάς μας, της ανεκτίμητης πνευματικής μας κληρονομιάς, των πρωτοτοκίων που μας έδωσε η θεία Xάρη. Αυτή είναι η οφειλή μας προς τη νεολαία μας, της οποίας η εκπληκτική χριστιανική
μαρτυρία σήμερα αναπτερώνει την ελπίδα μας, αλλά και υπογραμμίζει την ευθύνη μας για τη σωστή διαπαιδαγώγηση και τον αυθεντικό προσανατολισμό τους ως ελληνορθόδοξων Aμερικανών.
Στα πλαίσια της επέκτασης της Εκκλησίας μας εντάσσεται και η ενέργεια της
Μητέρας Εκκλησίας να ανυψώσει σε μητροπόλεις ή και να ιδρύσει νέες μητροπόλεις σε ορισμένες περιοχές της αμερικανικής ηπείρου. Η δημιουργία των μητροπόλεων του Καναδά, της Κεντρικής και της Νοτίου Αμερικής δεν είναι ούτε διαιρετική ούτε αρνητική, όπως την είδαν και συνεχίζουν να την ερμηνεύουν μερικοί. Αντίθετα, είναι ένδειξη υπεύθυνης ανταπόκρισης στην πρόκληση της εποχής, στην οποία αναφερθήκαμε. Είναι επίσης προσκλητήριο για νέα επιτεύγματα και νέες επεκτάσεις – αναγκαία και ευλογημένα αποκυήματα της εκπληκτικής προόδου και ανάπτυξης της Εκκλησίας μας στο δυτικό ημισφαίριο. Οι αλλαγές αυτές στη δομή της Αρχιεπισκοπής φανερώνουν πνευματική εξέλιξη και ενδεδειγμένη μέριμνα, όταν γίνονται κατανοητές στο φως της πραγματικής τους
προοπτικής. Το μόνο ουσιαστικό πρόγραμμα της Εκκλησίας στην περίπτωση αυτή είναι η καλύτερη, αποτελεσματικότερη και συμφερότερη οργάνωση της ιεραποστολής της Εκκλησίας στο σύγχρονο χωροχρονικό πλαίσιο.
Το μήνυμα της αλήθειας και της αγάπης που εκπηγάζει από το μέγα της ευσεβείας μυστήριο, την ενσάρκωση και τη διά του σταυρού και της αναστάσεως απολύτρωση, είναι και θα είναι το κεντρικό μέλημα της Εκκλησίας. Αυτό αποκλειστικά καθορίζει διαρκώς και παραμόνιμα την προοπτική της Eκκλησίας και όχι μόνο όσων έχουμε ηγετικές θέσεις εντός αυτής. Aφορά όλους, και τους λίγους που υπηρετούν σε υπεύθυνες θέσεις και τους πολλούς που είναι ενσωματωμένοι στον κορμό της Εκκλησίας. Το τονίζω αυτό, γιατί το διαπίστωσα και μάλιστα απτά στις πολλαπλές επισκέψεις μου σε ενορίες και επισκοπές που πραγματοποίησα κατά την πρώτη περίοδο της διακονίας μου στο Νέο Κόσμο. Πρέπει να ομολογήσω ότι όχι μόνο στα ηγετικά στελέχη και στα μέλη των διαφόρων επιτροπών (Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, Ηγεσία των 100, Τάγμα Αρχόντων Οφφικιάλων, Φιλόπτωχες Αδελφότητες, Ενοριακά Συμβούλια κτλ.), αλλά σε κάθε μέλος του σώματος της Εκκλησίας (στις γιαγιάδες, στους δασκάλους και δασκάλες του κατηχητικού, στους εργαζόμενους με τη νεολαία κτλ.) αρμόζει ένας μεγάλος έπαινος. Αυτή η διαπίστωση αποτελεί και το λόγο της ελπίδας για το μέλλον, γιατί αναδεικνύει τις απεριόριστες δυνατότητες που μας χαρίζει ο Θεός μέσα στην τοπική Εκκλησία μας, στις ενορίες της, στον κλήρο και στο λαό της.
Τελικά είναι ο λόγος της αγάπης που, ως αληθινός καταλύτης όλων των πτυχών της εκκλησιαστικής μας ζωής και πολιτείας, μας ικανώνει να προχωρήσουμε με αποφασιστικότητα και με τη βεβαιότητα ότι θα επιτύχουμε στο σκοπό τής άνω κλήσης. Η αγάπη είναι η θεία δύναμη που επιτέλεσε το έργο της δημιουργίας και
της σωτηρίας μας. Η αγάπη μάς ελκύει στο Σώμα του Χριστού και μας καθιστά πραγματικά μέλη αλλήλων. Η αγάπη μάς κατευθύνει αποτελεσματικά σε κάθε πράξη και ενέργειά μας στο έργο της διακονίας, στην οικογένεια, στη φιλία, στην ενορία, στην ιεραποστολή, στην επισκοπή, στην Αρχιεπισκοπή, στο πλαίσιο της
κοινωνίας γενικά. Ο Χριστός, ο οποίος σύμφωνα με την επαγγελία Του είναι παρών ανάμεσά μας, είναι και η προσωποποίηση της αγάπης. Σε αυτόν τον αρχηγό και τελειωτή της πίστης μας αποβλέπω συνεχίζοντας το βαρύ και δύσκολο έργο που μου εμπιστεύθηκε η εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλη Του Εκκλησία.
[ Σπυρίδων, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής (1996-1999), Η Παρακαταθήκη, Αθήνα (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα), 2005, σσ. 223-239 ]
|