top

ΤO ΒΗΜΑ ΤΗC ΕΚΚΛΗCΊΑC - Ιούνιος 2005

Παραινέσεις

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ 'ΠΡΟΣΩΠΟΥ'

Υπό Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού

Όταν λέμε 'μυστήριο', εννοούμε συνήθως κάτι βαθύτατα ιερό: Το 'μυστήριο του Θεού'. Το 'μυστήριο του Ιησού Χριστού'. Το 'μυστήριο της Παναγίας'.

Το 'μυστήριο της σωτηρίας'. Συγχρόνως όμως, αυτή ακριβώς η έννοια του ιερού μας δημιουργεί κατά περίεργο τρόπο και το σύνδρομο του 'ακατανόητου', του 'γριφώδους', του 'λαβυρινθώδους'. Φαίνεται ότι, επειδή αναγνωρίζουμε τα 'όριά' μας -και μάλιστα λόγω της προπατορικής παρακοής- η τραυματισμένη και αμαρτωλή μας φύση μας παρασύρει εις το να δούμε το 'ιερό' στην ζωή μας ως 'ξένο σώμα'! Έτσι, ταυτίζουμε το 'μυστήριο' μάλλον με το 'μυστηριώδες', το 'άγνωστο', ίσως και 'αποτρόπαιο'!

     

Από τη στήλη αυτή
ο Σεβασμιώτατος
κρίνει σε κάθε έκδοση
της εφημερίδας μας
ένα από τα μείζονα
θέματα κοινού
ενδιαφέροντος,
τα οποία ο Χριστός
ονόμασε "βαρύτερα
του νόμου"
κατακρίνοντας
την υποκρισία
των Φαρισαίων

Εν τούτοις, αν γυρίσουμε στην πρωταρχική έννοια της λέξεως 'μυστήριο' - που και στους Αρχαίους είχε έννοια καθαρά λειτουργικής και θρησκευτικής ζωής- θα αναγνωρίσουμε ότι σε τελική ανάλυση όλα όσα έκτισε ο Θεός ως Φύση, καθώς και όσα πραγματοποιεί φυσιολογικά ο άνθρωπος ως Ιστορία, διατηρούν πάντα μια αμυδρή, βαθύτατα κρυμμένη, 'πτυχή αγιότητας'.

Αυτή την 'πτυχή αγιότητας' στο βάθος των κτισμάτων, που αποτελεί τον ευγενέστερο δεσμό με τον αόρατο Δημιουργό, είναι που θέλησε να αναδείξει και να προβάλει ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής (7ος αι.), διδάσκοντας ότι κάθε κτιστό έχει ρίζα ζωής, ένα μόριο δυναμικής παρουσίας του ίδιου του 'Θεού-Λόγου'! Γι' αυτό ο μέγιστος αυτός Θεολόγος του Βυζαντίου, αναπτύσσοντας αυθεντικά την περί δημιουργίας αλλά και σωτηρίας των όντων 'ιλιγγιώδη' διδασκαλία του Απ. Παύλου, μίλησε απερίφραστα για τους 'λόγους των όντων', που συγκροτούν το μυστικό υπόβαθρο της εκπληκτικής 'λογικότητας' του σύμπαντος.

Δικαιολογημένα ο αναγνώστης θα διερωτηθεί, σε τι αποβλέπει αυτή η μάλλον θεολογική Επιφυλλίδα, σε μια Εφημερίδα για ευρύτερο κοινό; Η απάντηση είναι απλή: πρέπει να ξαναθυμήσουμε την πιό χαρακτηριστική και πιό βασική Ορθόδοξη διδασκαλία, που ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια κινδυνεύει να καταρρακωθεί σε βαθμό βεβηλώσεως. Πρόκειται για το 'Μυστήριο του Προσώπου', είτε για τον Θεό μιλούμε, είτε για τον Άνθρωπο (εφόσον έχει κτισθεί κατ' εικόνα Θεού!).

Το Μυστήριο του Προσώπου λοιπόν έγκειται στο ότι η 'ουσία' του πρέπει να διακρίνεται ριζικά από τις 'ενέργειές' του. Ενώ δηλαδή μένει άγνωστη και απροσδιόριστη η 'ουσία', το μόνο που μπορούμε να 'συμπεράνουμε' περί αυτής είναι όσα εκφράζουν οι 'ενέργειές' της. Γι' αυτό, μπορούμε να ονομάσουμε και να κρίνουμε όσες ενέργειες διαπιστώνουμε, δεν δικαιούμαστε όμως να τις ταυτίσουμε με την άγνωστη 'ουσία'. Οι ενέργειες 'εξαριθμούνται', η ουσία μένει 'ανεξάντλητη'.

Σύμφωνα μ' αυτή την βασική διάκριση , μπορούμε να χαρακτηρίζουμε συγκεκριμένες 'πράξεις' και όποια εκφραζόμενα 'διανοήματα' του ανθρώπου, δεν μπορούμε όμως να δώσουμε ακριβή, και μάλιστα οριστικό, χαρακτηρισμό του 'προσώπου' του. Παράδειγμα: αν έχουμε τεκμήρια για κλοπή, φόνο ή όποια άλλη κολάσιμη ενέργεια κάποιου συνανθρώπου, θα τις αντιμετωπίσουμε με τις προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές, ποτέ όμως δεν θα ονομάσουμε κλέπτη ή φονιά τον δράστη! Και τούτο, απλούστατα, γιατί όσα χρόνια και αν ζήσει, δεν θα 'εξαντληθεί' στις οποιεσδήποτε πεπερασμένες ενέργειες ή στα διανοήματά του, η θεϊκή ουσία που από καταβολής έχει ο Θεός εμπιστευθεί στο κάθε ανθρώπινο πρόσωπο (με το κατ' εικόνα).

Απ' όσα είπαμε πιο πάνω, γίνεται φανερό ότι ο ανθρώπινος λόγος, ως καθοριστική 'δήλωση', αναφερόμενη στο πρόσωπο του συνανθρώπου, πρέπει να είναι 'ζυγισμένος' εν φόβω Θεού, ώστε να μην αδικήσει, μήτε να προσβάλει το Μυστήριο του Προσώπου. Αυτό, στην πράξη, σημαίνει ότι δεν πρέπει να σπεύδουμε να 'βγάζουμε' ολικές κρίσεις και συμπεράσματα για τον συνάνθρωπο, όσο και αν πιστεύουμε ότι το κριτήριό μας είναι 'αλάνθαστο', δηλαδή δίκαιο και άνευ προκαταλήψεων. Μπροστά στο απολύτως ʼγνωστο της 'ουσίας' του συνανθρώπου, οφείλουμε να αποφεύγουμε τον 'άμετρο' έπαινο, σχεδόν στον ίδιο βαθμό που πρέπει να αποφεύγουμε και τον άδικο ψόγο (και δη την κατάκριση!) Και ίσως μεν για λόγους ηθικής αλληλεγγύης (ψυχολογικούς ή παιδαγωγικούς) να ενδείκνυται κάποτε ένας βαθμός γενναιοδωρίας στον έπαινο, για ενθάρρυνση του αγωνιζόμενου συνανθρώπου. Όμως και εδώ δεν πρέπει να λησμονείται το μέτρο, αλλά να λειτουργεί ως 'χαλινός' και προς τις δυο κατευθύνσεις (επαινούντα και επαινούμενο).

Εν εναντία περιπτώσει, μοιραίως θα εκτραπεί ο κρίνων εις την 'αμετροέπεια' της κολακείας, πράγμα που θα βλάψει πρωτίστως τον κρινόμενο, θα σκανδαλίσει δε και τους άλλους, οι οποίοι δεν θα ωφεληθούν από το παράδειγμα μήτε του ενός μήτε του άλλου.

Η ευαισθησία εν προκειμένω, που οι Πατέρες την ονόμαζαν 'διάκριση', είναι καθήκον κάθε τιμίου ανθρώπου, πόσο μάλλον των 'τα πρώτα φερόντων' σε Εκκλησία και Πολιτεία. Δεν είναι άγνωστο ότι ακόμη και στις πιο προηγμένες ανθρώπινες κοινωνίες, δικαίως περιμένουν οι πάντες το πειστικώτερο παράδειγμα να δίδεται από τους 'Ηγέτες' των. Επειδή ο λόγος περι 'ετυμηγορίας' και κρίσεως συνολικής, ως προς το πρόσωπο του συνανθρώπου, πρέπει να θυμηθούμε εδώ και να σχολιάσουμε το σχετικό καί θεμελιώδες παράγγελμα του Χριστού 'μή κρίνετε ίνα μη κριθήτε' (Ματθ. 7,1). Ερωτάται, πρωτίστως, εάν το κατηγορηματικά διατυπούμενο αυτό πρόσταγμα απαιτεί πλήρη και άνευ όρων παραίτηση από οποιαδήποτε κρίση γενικώς, ή αποβλέπει απλώς εις το να μας καταστήσει εξόχως προσεκτικούς, κατά την διατύπωση αξιολογικών κρίσεων περί του συνανθρώπου. Η πρώτη βέβαια περίπτωση θα πρέπει να αποκλειστεί ακόμη και ως απλή πιθανότητα.

Διότι, χωρίς αμφιβολία, θα εσήμαινε είτε ηθική αδιαφορία, είτε δειλία (από ιδιοτέλεια και υστεροβουλία), εφ' όσον ως λόγος του να μη κρίνουμε τίθεται ρητώς το 'ίνα μη κριθήτε'! Έχοντας όμως ο ίδιος ο Χριστός δηλώσει 'εγώ εις τούτο γεγέννημαι και εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία' (Ιω. 18,37) θα ήταν ανακόλουθο να απαγορεύσει εις τους πιστούς του να τον 'μιμηθούν' και εν τούτω κατά το ανθρωπίνως δυνατόν. Αντιθέτως, έχοντας σταθερή την πεποίθηση ότι καταθέτουν 'μαρτυρίαν τη αληθεία', θα παρηγορούνται τουλάχιστον από την σκέψη ότι ευρίσκονται 'εν υπακοή πίστεως' (Ρωμ. 1,5).

Συμπερασματικά, το 'μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε' ουδόλως απαγορεύει την τεκμηριωμένη μαρτυρία περί 'αληθείας' και 'δικαιοσύνης'. Διαφορετικά, θα ήσαν ακατανόητοι οι 'Μακαρισμοί του Χριστού' για όσους θα διωχθούν στην παρούσα ζωή, ακριβώς για τον υπέρ αληθείας και δικαιοσύνης αγώνα τους (πρβλ. (Ματθ. 5, 3-12). Ακόμη βαθύτερος όμως σκοπός του 'μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε', είναι το να μας 'αποκαλύψει', σχεδόν μονολεκτικά, την 'προκαθιδρυμένη' ηθική τάξη εις τις 'διαπροσωπικές' σχέσεις, κατά την οποία εκείνος που κρίνει τον άλλο, κρίνεται και ο ίδιος, με την ίδια την κρίση του. Υπάρχει μάλιστα μια σοφή Γερμανική παροιμία που λέγει πολύ παρασταστικά ότι, όταν δείχνουμε τον άλλο με το δάκτυλο (καθιστώντας τον 'δακτυλοδεικτούμενο'!) τότε, αν εξαιρέσουμε τον αντίχειρα, ένα μόνο δάκτυλο (ο δείκτης) επισημαίνει τον περί ου πρόκειται, ενώ τρία δάκτυλα της αυτής παλάμης δείχνουν τον κρίνοντα!

Ήταν απαραίτητο να γίνει η ως άνω ανάλυση ως προς το 'Μυστήριο του Προσώπου', ώστε να εξασφαλίσουμε σταθερή πνευματική 'βάση', στην προσπάθεια μας να κρίνουμε 'ακατακρίτως'(!) όσα σκανδαλώδη και άκρως αντιφατικά συμβαίνουν γύρω μας τους τελευταίους καιρούς. Και δεν εννοούμε βέβαια πρωτίστως τα ανήκουστα οικονομικο-σεξουαλικά σκάνδαλα 'διαπλοκής' κορυφαίων Λειτουργών Εκκλησίας, Πολιτείας, Δικαιοσύνης, Αστυνομίας, Παιδείας, κ.ά. Αυτά, επιτέλους -επειδή ακριβώς είναι τόσο 'χτυπητά'- αντιμετωπίζονται λίγο ή πολύ με τις κείμενες Νομοθεσίες και από τα αρμόδια Όργανα.

Εκείνα αντιθέτως που κινδυνεύει να περάσουν 'στο ντούκου', επειδή ατυχώς λόγω 'εθισμού' δεν φαίνεται να ενοχλούν τους πολλούς, έχουμε υψίστη υποχρέωση να ελέγξουμε επειγόντως για το καλό όλων μας. Γιατί, όσο πιο 'αθόρυβα' είναι τα βήματα με τα οποία μας οδηγούν 'κατά κρημνών' οι 'δοκούντες στύλοι είναι' (Γαλ. 2,9) στην Εκκλησία, τόσο πιο πολύ μας πείθουν δυστυχώς ότι στις κρίσιμες στιγμές θεωρούν σχεδόν αυτονόητο το να καταφεύγουν εις τις συνταγές του Μακιαβέλι μάλλον, παρά εις το Ευαγγέλιο του Χριστού!
|
Αφορμή για τις πικρές αυτές διαπιστώσεις έδωκαν τελευταίως οι περίεργες δημόσιες δηλώσεις κάποιων Εκκλησιαστικών 'ταγών' επ' ευκαιρία του θανάτου δυο ιδιαίτερα 'προβεβλημένων' προσώπων της παγκοσμίου δημοσιότητας, του πρ. Αμερικής Ιακώβου (Κουκούζη), και του Πάπα Ιωάννου Παύλου Β΄. Χωρίς ουδέ πόρρωθεν να επιδέχωνται σύγκριση τα 'μεγέθη' των δυο εν λόγω προσωπικοτήτων, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι και οι δυο είχαν έντονα τα γνωρίσματα του σύγχρονου 'ροκ σταρ'.

α) Ο μακαρίτης Αρχ/πος Ιάκωβος ήταν εκ φύσεως ένας όντως 'λαμπερός' άνθρωπος. Αλλ' αυτό ακριβώς στάθηκε και ο μεγαλύτερος 'πειρασμός' του. Είχε πλευρές ανθρώπινης 'αρχοντιάς', που μπορούσε να εντυπωσιάσει για λίγο τον απληροφόρητο συνομιλητή του, ή ακόμη και να 'συναρπάσει' ένα ακροατήριο μέσης αστικής ευσέβειας. Κράτησε όμως μέχρι τέλους μια 'πόζα' εκκλησιαστικού Ηγέτη, που δεν είχε καμμιά σχέση με Ορθόδοξη Θεολογία και Παράδοση. Διαφορετικά, δεν θα έφθανε -σε αρκετά προχωρημένη ηλικία- να τρέφει για τον εαυτό του φιλοδοξίες, όχι μόνο εξωπραγματικές, αλλά και να προκαλέσει εκβιαστικά την Μητέρα Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, από την οποία προήλθε, με το πιο ανίερο πραξικόπημα προς Αυτοκεφαλία, που θα μπορούσε να διανοηθεί κανείς από τον περισσότερο παντός άλλου τιμηθέντα διά βίου απόφοιτο της κοινής Τροφού όλων μας Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.

Κατόπιν όλων τούτων, γνωστών 'τοις πάσι', πώς ήταν δυνατόν να 'ξεχασθεί' ή να 'αμνηστευθεί' τόσο γρήγορα η θυελλώδης εκείνη και άκρως επείγουσα Πατριαρχική Εξαρχία, στην οποία επεστρατεύθη εκ Φαναρίου ο γράφων (1995), ώστε σήμερα από το αυτό Σεπτό Κέντρο να προβάλλεται ο θανών ως το πρότυπο του φωτεινού και μεγάλου Ιεράρχου, τρόπόν τινα ευεργετήσαντος την όλη Ορθοδοξία, και δη τον Οικουμενικό Θρόνο; Μόνο οι 'παροικούντες εν Ιερουσαλήμ' και οι γνωρίζοντες από πρώτο χέρι και με την ανάλογη έγγραφη τεκμηρίωση τα πραγματικώς διαδραματισθέντα, εις την όλη αυτή οδυνηρή ιστορία (με τα ακόμη οδυνηρότερα μέχρι σήμερα αποτελέσματα!), είναι σε θέση να εκτιμήσουν την ιστορική αλήθεια.

Και, πρωτίστως, να εκτιμήσουν αν τελικώς υπήρξε έναντι του 'αφηνιάσαντος' Γέροντος Ποιμενάρχου των δυο Αμερικών στοργικώτερος και ευπρεπέστερος 'κριτής' από τον ταπεινώς και εν φόβω Θεού, επί μήνα και πλέον, κακουχήσαντα εν Αμερική, υπό την ιδιότητα του Προέδρου της ιστορικής εκείνης Πατριαρχικής Εξαρχίας. Εν ονόματι ακριβώς της επισήμως κατατεθειμένης προς την Εκκλησία και το Γένος, όλως ανιδιοτελούς δε εκείνης προσφοράς του, ώφειλε ο γράφων να χαράξει τις παρούσες δυσάρεστες γραμμές, για να εμποδίσει την περαιτέρω επί του θέματος προκλητική 'παραποίηση' της σύγχρονης ιστορικής αληθείας εν τη Εκκλησία.


β) Ο αναμφισβήτητα 'γενναιότερος' και 'διορατικώτερος' των Παπών, της τελευταίας τουλάχιστον 100ετίας, Ιωάννης-Παύλος Β΄ (εκ Πολωνίας), δικαίως θεωρήθηκε, για την ακάματη δραστηριότητά του στην ανάπτυξη διαλόγων και επικοινωνιών καλής θελήσεως σ' όλη την γη, ως η πιο 'φωτεινή' και ευγενής ηγετική μορφή του σύγχρονου Χριστιανισμού. Όμως, κρινόμενος από την άποψη θεολογικής συνέπειας στα ουσιαστικώτερα 'ανοίγματα' της Β΄ Βατικανής Συνόδου προς επανένωση των Χριστιανών, και δη Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων, πρέπει να ομολογηθεί απερίφραστα ότι βρέθηκε κατώτερος των προσδοκιών που ενέπνευσε!

Ουδείς άλλος Πάπας έμεινε τόσο μονολιθικά αμετάπειστος εις το να παραδεχθεί την αδέκαστη ιστορική αλήθεια και την 'κράζουσα εκκλησιολογική ανωμαλία' της 'Ουνίας', που τελικά ελέγχεται ως η προκλητικώτερη αντίφαση της πεμπτουσίας του Χριστιανικού μηνύματος, που είναι η εν Θεώ 'κοινωνία' ελευθέρων 'προσώπων'.

Δεν είναι μυστικό -παρά τα περί του αντιθέτου διαδιδόμενα- ότι ο επίσημος Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, που διεξήχθη επί 20 χρόνια (1980-2000), με καθόλου ευκαταφρόνητες από Θεού ευλογίες εις την επισήμανση θεμελιωδών αληθειών κοινής αποδοχής, 'επέπρωτο' δυστυχώς να ναυαγήσει οριστικά λόγω ακριβώς της Ουνίας, κατά την εν Baltimore USA τελευταία Γενική Συνέλευση της Μεικτής Θεολογικής Επιτροπής (Ιούλιος 2000).

Κατόπιν τούτου, κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει την σπουδή με την οποία ο θεολογικά ασυγκρίτως υπέρτερος, άμεσος διάδοχός του Ιωάννου-Παύλου Β΄, Βενέδικτος ΙΣΤ΄ (εκ Βαυαρίας) επείγεται να τον 'αγιοποιήσει'.

Ακόμη όμως λιγώτερο μπορεί να κατανοήσει κανείς το πώς αιφνιδίως άλλαξαν οι περί Παπισμού απόψεις και θεσμικά κατατεθειμένες θέσεις των πλείστων Αρχηγών της Ελληνικής πρωτίστως Ορθοδοξίας, αλλά και των κορυφαίων εν Αγίω Όρει θεολογούντων (!), οι οποίοι άλλοτε εκόπτοντο περί δογματικής αληθείας και εκκλησιαστικής ακεραιότητος, διέκοπταν δε ακόμη και το 'Μνημόσυνο' του Οικουμενικού Πατριάρχου, ερίζοντες κατ' ουσίαν 'περί όνου σκιάς'! Ενώ δε η Ουνία ασχημονεί επί του παρόντος, μαχητικώτατη ανιέρως εις όλα τα μήκη και πλάτη της γης, έχομε και υπέργηρο Ορθόδοξο Ιεράρχη, εγκαυχώμενο μάλιστα εις τον τίτλο του 'Καθηγητού της Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας', να δηλώνει ως μόνη δυσάρεστη εκκρεμότητα που άφησε ανοικτή ο θανών Πάπας Ιωάννης-Παύλος Β΄, την 'περίπτωση της... υφέρπουσας Ουνίας!'. Εδώ πια είναι που διερωτάται κανείς όχι μόνο τι γίνεται με το απαραβίαστο 'Μυστήριο του Προσώπου', αλλά και με τις αδιαπραγμάτευτες έννοιες της ορολογίας εις την Ορθόδοξο Δογματική.

[ ΤO ΒΗΜΑ ΤΗC ΕΚΚΛΗCΊΑC - Παραινέσεις - Ιούνιος 2005 - σσ. 3-4 ]