top

Σπυρίδων... Η Παρακαταθήκη - Δεκέμβριος 2005

Κατευθυντήριες γραμμές για την παιδεία

Εισαγωγικό σημείωμα στο κεφ. β΄ του βιβλίου
«Σπυρίδων, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής (1996-1999), Η Παρακαταθήκη»

Από την Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη

Οι δύο άξονες στους οποίους στηρίχθηκε ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων για να ασκήσει μακροπρόθεσμη πολιτική επιβίωσης του ελληνικού στοιχείου κατά την ποιμαντορία του στην Εκκλησία της Αμερικής ήταν η ελληνική παιδεία και η παραδοσιακή Ορθοδοξία. Οι διαχρονικές αξίες του Ελληνισμού, ριζωμένες μέσα του από τα χρόνια της φοίτησης στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, σμιλεύτηκαν περισσότερο με το πέρασμά του από την Ευρώπη και προπάντων μετά την πολυετή παραμονή του στη συμπαγώς ρωμαιοκαθολική χώρα της Ιταλίας. Το όραμά του ήταν να εδραιώσει μια ελληνοκεντρική και ταυτόχρονα παραδοσιακή Oρθόδοξη Eκκλησία, ικανή να αντιμετωπίσει την επέλαση της αμερικανικής κουλτούρας τον 21ο αιώνα.

Πιστεύοντας βαθιά πως ο Eλληνισμός στην Αμερική μπορούσε να επιβιώσει μόνο εμφυτεύοντας στη νέα γενιά την ορθόδοξη πίστη και τα κύρια ιστορικά χαρακτηριστικά της ελληνικής φυλής, ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων προσπάθησε να δώσει το δικό του αδιαπραγμάτευτο τόνο τόσο στην ελληνική εκπαίδευση όσο και στην ορθόδοξη παιδεία. Οι μάχες του με το κατεστημένο πήραν τεράστιες διαστάσεις από την αρχή της ανάληψης των καθηκόντων του, καθότι τόσο οι αμερικανοτραφείς κατά το πλείστον λαϊκοί του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου όσο και οι καθηγητές της Θεολογικής Σχολής της Βοστόνης τού κήρυξαν αμείλικτο πόλεμο.

Σε όλους τους επετειακούς λόγους του για τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών και κατ’ επέκταση των ελληνικών γραμμάτων ο Σπυρίδων ήταν σαφής:

«Ὁ ὑπαρκτός καί καθημερινά βιούμενος πολιτισμός τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι τό σῶμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἀρχαιοελληνική μας κληρονομιά θά παρέμενε οὐτοπικόν ἰδεολόγημα ἤ στήν καλλίτερη τῶν περιπτώσεων θεωρία τῶν Σπουδαστηρίων ἔξω ἀπό τήν ἱστορική της μετεξέλιξη στήν ἐκκλησιαστική δραματουργία τῆς Θείας Λειτουργίας, τήν ποίηση/ὑμνολογία, ζωγραφική, μουσική καί φιλόμουση καί φιλόσοφη πατερική σκέψη. Αὐτό τό θρησκευτικό-πολιτισμικό μας ἀγαθό εἶναι πλούσιο, συνάμα δέ ἀνθεκτικό καί εὐεργετικό, ἰδιαίτερα σέ ἐποχές σύγχυσης καί ἠθικοῦ χάους» (Ομιλία για την «Αξία των Ελληνικών Γραμμάτων για την Ομογένεια της Αμερικής», 31 Ιανουαρίου 1999).

Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Αμερικής δρομολόγησε το όνειρό του για αναβάθμιση της ελληνικής εκπαίδευσης αναθέτοντας στην επιτροπή του καθηγητή δόκτορος Τζον Ρασσιά την έρευνα για τον εντοπισμό των προβλημάτων καθώς και τη διατύπωση προτάσεων για καλυτέρευση της ελληνόφωνης παιδείας στα κοινοτικά σχολεία του αρχιεπισκοπικού οργανισμού. Πιστεύοντας πάντοτε στη διασταυρούμενη και αλληλένδετη πορεία του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας έλαμπε από χαρά όταν παρέδιδε στους εκπαιδευτικούς το πόρισμα της επιτροπής Ρασσιά το Μάιο του 1999, τονίζοντας για μια ακόμη φορά τη σαφή ιδεολογική τοποθέτησή του στο μείζον ζήτημα:

«Ο π. Γεώργιος Φλωρόβσκι, ο διαπρεπέστερος ίσως ορθόδοξος θεολόγος του αιώνα μας, είχε επανειλημμένα εκφράσει τη θέση ότι η ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός πολιτισμός δεν μπορούν να διαχωρισθούν από τον ορθόδοξο χριστιανισμό. Γεγονός είναι πως η εξάλειψη της ελληνικής γλώσσας στη Δυτική Ευρώπη είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την εμφάνιση σειράς παρεξηγήσεων και τελικώς τη διάσπαση και χωρισμό μεταξύ των Εκκλησιών, Ανατολικής και Δυτικής».

Ωστόσο, το πόρισμα της επιτροπής Ρασσιά παραπέμφθηκε στις καλένδες άμα τη αναλήψει του θρόνου από το διάδοχο αρχιεπίσκοπο Δημήτριο. Οι εμπεριστατωμένες υποδείξεις των έγκριτων ακαδημαϊκών για αναβάθμιση της ελληνικής παιδείας έχουν μείνει στα αζήτητα όλα αυτά τα χρόνια. Η πρόκληση κορυφώθηκε όταν στην Κληρικολαϊκή Συνέλευση της Φιλαδέλφειας το 2000 έγινε πρόταση να περικοπεί ο ετήσιος προϋπολογισμός της ελληνόφωνης παιδείας κατά 100.000 δολάρια.

Έτσι από το 1999 μέχρι σήμερα τα ελληνόφωνα σχολεία της Αρχιεπισκοπής Αμερικής εξακολουθούν να βιώνουν μία πτωτική πορεία. Αγωνίζονται να επιβιώσουν με δωρεές, καταγράφοντας αποτυχίες και απώλειες. Το κενό του αρχιεπισκοπικού ενδιαφέροντος για την ελληνόφωνη παιδεία έχουν αναπληρώσει σε διάφορες πόλεις τα charter schools, τουτέστι σχολεία επιχορηγούμενα από την κυβέρνηση κάθε πολιτείας, που προσφέρουν καθημερινά μαθήματα ελληνικής γλώσσας. Ήδη στη Φλόριντα, τη Φιλαδέλφεια, την Ατλάντα και το Ντελαγουέαρ τα νέου καθεστώτος σχολεία αυξάνονται και πληθύνονται, ενώ η επιρροή της Αρχιεπισκοπής μειώνεται, καθώς αυτά βρίσκονται εκτός της δικαιοδοσίας και ελέγχου της.

Το τιμόνι της ελληνικής παιδείας περνάει αργά και σταθερά από την Αρχιεπισκοπή σε διάφορους μεμονωμένους παράγοντες, με αποτέλεσμα να χάνεται ο κοινός προσανατολισμός και η ομοιογένεια της προσφερόμενης ελληνικής εκπαίδευσης. Όσο για την ελληνική πολιτεία, κι αυτή σιωπά στο ζωτικότερο θέμα για την επιβίωση του Eλληνισμού στην πολιτιστική χοάνη που καλείται Αμερική. Τα αντανακλαστικά του συστήματος της Μητροπολιτικής Ελλάδας, που θα έπρεπε να υπερασπισθεί δυναμικά και αποτελεσματικά την ελληνική παιδεία, μοιάζουν ανύπαρκτα σε μια εποχή που κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί από αβάσταχτη έλλειψη στρατηγικής!

Ορθόδοξη παιδεία

Το Ελληνικό Κολέγιο και η Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού αποτέλεσαν κύριες προτεραιότητες κατά τη σύντομη παραμονή του Σπυρίδωνος στον αρχιεπισκοπικό θώκο. Τα σήμαντρα για το θεολογικό αποπροσανατολισμό του σπουδαιότερου θεολογικού και εκπαιδευτικού ιδρύματος της Αρχιεπισκοπής Αμερικής ηχούσαν ανησυχητικά από την ανάληψη των καθηκόντων του.

Εκείνος εντόπισε εξαρχής τα κενά και ελλείμματα στην προσφερόμενη θεολογική παιδεία, που πιστεύει μέχρι σήμερα πως θα πρέπει να είναι αμετάκλητα ορθοδοξοκεντρική. Γι’ αυτό, ως ηγέτης της ελληνορθοδοξίας της Αμερικής, προχώρησε αμέσως μετά την ενθρόνισή του σε ρηξικέλευθες αποφάσεις όσον αφορά τη θεολογική κατεύθυνση της Σχολής Βοστόνης. Με αφορμή το περίφημο ροζ σκάνδαλο (1), ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Αμερικής είχε την τόλμη να απομακρύνει τέσσερις θεολόγους εκ των οποίων δύο, ο π. Αλκιβιάδης Καλύβας και ο π. Θεόδωρος Στυλιανόπουλος, αποτελούσαν τον πυρήνα της φιλελευθεριάζουσας θεολογικής απόκλισης. Ο πρώτος μάλιστα είχε εκδηλώσει σαφείς τάσεις υπέρ της αυτοκεφαλίας της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, καθώς σε επίσημο λόγο ενώπιον του επισκέπτη πατριάρχη Δημητρίου (1990) υποστήριξε την απογαλάκτισή της από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.

Ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων μιλώντας το 1997 στο Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής τόνιζε την ανάγκη να εξασφαλιστεί το υψηλό ακαδημαϊκό επίπεδο των καθηγητών, η σαφήνεια της ορθόδοξης διδασκαλίας και η οικονομική αυτοδυναμία της. Στόχος του ήταν να προσελκύσει στην ιεροσύνη υψηλό επίπεδο φοιτητών, μέσα από σοβαρές σπουδές στο συγκεκριμένο θεολογικό ίδρυμα, το οποίο, σύμφωνα με την άποψή του, έπρεπε να δραπετεύσει από τη θεολογική του απομόνωση και να συναλλάσσεται με άλλα ομοειδή ιδρύματα της ορθόδοξης χριστιανοσύνης ανά τον κόσμο.

«Η Εκκλησία οφείλει να μεριμνήσει ώστε η Σχολή να ευρίσκεται σε σταθερή επαφή με την ανά τον κόσμο ορθόδοξη πραγματικότητα. Η Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού δεν μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή της παραμένοντας απομονωμένη, σαν να μην υπάρχει ο υπόλοιπος ορθόδοξος κόσμος, διότι αποτελούμε αναπόσπαστο μέρος αυτής της ευρύτερης πραγματικότητας. Η σκόπιμη αυτοαπομόνωση αντίκειται προς την ορθόδοξη εκκλησιολογία μας αλλά και προς την ίδια την ύπαρξή μας ως ορθοδόξων» (Προσφώνηση προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Ελληνικού Κολεγίου/Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, 17 Αυγούστου 1997).

Ήταν σαφές πως ο Σπυρίδων στόχευε να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητα της Θεολογικής Σχολής, με απώτερη επιδίωξη να τη μετατρέψει σε ένα υγιές φυτώριο ορθόδοξου κλήρου. Γνώριζε καλά την πενία των απομακρυσμένων ενοριών σε ελληνορθόδοξους ιερείς και επιδίωκε να ενισχύσει με κάθε τρόπο αυτές τις μακρινές κοινότητες. Γι’ αυτό επέμεινε να γίνουν οικονομικά ανεξάρτητα ιδρύματα τόσο η Θεολογική Σχολή όσο και το Ελληνικό Κολέγιο του Τιμίου Σταυρού. Τελικός στόχος ήταν η δυνατότητα του θεολογικού ιδρύματος να πληρώνει τα δίδακτρα των φοιτητών και υποψήφιων κληρικών, προκειμένου οι τελευταίοι να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στις σπουδές και τη λατρεία. Ο αρχιερέας με την ίδρυση του προικοδοτικού ταμείου «Aρχιεπίσκοπος Σπυρίδων» στόχευε να προσφέρει δωρεάν παιδεία προκειμένου να πλάσει ελληνορθόδοξους ιερείς προσηλωμένους απόλυτα στην υψηλή αποστολή τους.

Ταυτόχρονα, ανακοίνωσε τη δημιουργία ή επαναλειτουργία τριών εδρών, με την προοπτική να ενισχυθεί η ελληνορθόδοξη κατεύθυνση της Σχολής. Ο ίδιος εξήγγειλε τη δημιουργία έδρας Eλληνικών και Bυζαντινών Σπουδών με τη χρηματοδότηση της οικογένειας του μεγάλου δωρητή Μιχάλη Καντούνια, την επαναλειτουργία της έδρας Θεολογίας Aρχιεπισκόπου Ιακώβου και την πλήρωση της έδρας των Πατερικών Σπουδών.

Από τότε μέχρι σήμερα

Από τότε μέχρι σήμερα η έδρα Eλληνικών και Bυζαντινών Σπουδών δεν έχει ακόμη πληρωθεί, παρότι η ίδρυσή της έχει χρηματοδοτηθεί από την οικογένεια Καντούνια πριν από μια 20ετία και σήμερα το προικοδοτικό ταμείο της διαθέτει το ποσόν των 2 εκατομμυρίων δολαρίων. Η έδρα Θεολογίας Aρχιεπισκόπου Ιακώβου επανακαταλήφθηκε από τον π. Θεόδωρο Στυλιανόπουλο με τις φιλελεύθερες θεολογικές απόψεις και τη σαφή απόκλιση προς τον προτεσταντισμό. Όσο για το Ινστιτούτο Πατερικών Σπουδών, επιλέχθηκε ως διευθυντής ένας ιησουίτης καθηγητής, ο γνωστός ρωμαιοκαθολικός θεολόγος π. J. Daly, καθηγητής θεολογίας του Πανεπιστημίου της Βοστόνης. Είναι οξύμωρο και πάντως απορίας άξιο γιατί στον πιο κρίσιμο ίσως χώρο της ορθόδοξης θεολογίας διορίστηκε ένας κήρυκας του παπισμού.

Ήδη όμως το 2000, έναν περίπου χρόνο μετά την παραίτηση του αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος, είχε δρομολογηθεί άμεσα ο διορισμός του π. Τριανταφύλλου ως προέδρου της Σχολής, γεγονός που προκαλεί ποικίλα ερωτήματα, αφού ο τελευταίος, μέσα από την εμπλοκή του στην αυτοκεφαλιστική οργάνωση OCL (Orthodox Christian Laity, Ορθόδοξοι Χριστιανοί Λαϊκοί), τυγχάνει ένθερμος υποστηρικτής της αποκοπής του ομφάλιου λώρου της Αρχιεπισκοπής Αμερικής από τη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης.

Ταυτόχρονα, στη θέση του αντιπροέδρου της Eφορίας της Σχολής διορίσθηκε ο Τόμας Λέλον, πρώην πρόεδρός της και μάλιστα με αποτυχημένο παρελθόν στις διοικητικές επιλογές αλλά και την οικονομική διαχείριση. Ο Τόμας Λέλον υπήρξε επίσης πρωταγωνιστικό στέλεχος της αποσχιστικής οργάνωσης GOAL (Greek Orthodox American Leaders, Έλληνες Ορθόδοξοι Αμερικανοί Ηγέτες). Ενορχηστρωτής της απομάκρυνσης του Σπυρίδωνος ο ίδιος, προσυπέγραψε την περίφημη επιστολή της Μαύρης Τρίτης, όπου υπαινισσόταν ότι ο μακαριστός πατριάρχης Δημήτριος πέθανε υπό ανεξήγητες συνθήκες, ρίχνοντας αιχμηρά βέλη κατά του Βαρθολομαίου και προκαλώντας μακάβριους συνειρμούς...

Παράλληλα, εν έτει 1998-99 ο Τόμας Λέλον απειλούσε πως η GOAL δεν θα ανεχόταν πλέον τον Σπυρίδωνα στο θρόνο και θα συμμετείχε με την αδελφή οργάνωση OCL στην απόσχιση της Εκκλησίας της Αμερικής από το Πατριαρχείο.

Τέλος, ο νεποτισμός της οικογένειας Καρλούτσου ολοκληρώθηκε στο πεδίο του ανώτερου ελληνορθόδοξου εκπαιδευτηρίου της Αρχιεπισκοπής στη Βοστόνη, καθώς ο Τζέιμς Καρλούτσος, αδελφός του παντοκράτορος πατρός Άλεξ, διορίστηκε διευθυντής διαχείρισης του ιδρύματος, με αποτέλεσμα να διαπραγματεύεται εν έτει 2005 την αγορά του διπλανού οικοπέδου στο Μπρουκλάιν, βάζοντας σε υποθήκη όλα τα κινητά και ακίνητα προικοδοτικά ταμεία του εκπαιδευτικού οργανισμού. Σε μια εποχή που η Αρχιεπισκοπή Αμερικής γέρνει υπό το βάρος χρεών, που το Ελληνικό Κολέγιο/Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού αντιμετωπίζει οικονομικό έλλειμμα τουλάχιστον 1,9 εκατομμυρίων δολαρίων (2004) και με τρέχον πιστωτικό όριο 2,7 εκατομμύρια δολάρια (2005), πολλά είναι τα ερωτήματα που θέτει αυτή η αγοραπωλησία, προκαλώντας το κοινό αίσθημα!

Το ελληνορθόδοξο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Βοστόνης αντί να αποτελέσει το λίκνο νέων ορθόδοξων θεολόγων και ιερέων σήμερα παραπαίει προσπαθώντας να αποκτήσει κάποιο στίγμα. Η πορεία των πραγμάτων έχει παρεκκλίνει εντελώς από τα πρότυπα που είχε θέσει ο Σπυρίδων. Ο λόγος του αρχιερέως μοιάζει λόγος αιθεροβάμονος, λόγος ονειροπόλου, καθώς προσδιορίζει μια άλλη ιδεατή πραγματικότητα:

«Η Εκκλησία χρειάζεται ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα ικανό να προσελκύσει μεγαλύτερο αριθμό υποψηφίων για την Ιεροσύνη, ικανό να εκπαιδεύσει άρτια τους ιερείς μας, εξασφαλίζοντάς του όσο το δυνατόν καλύτερες ακαδημαϊκές συνθήκες και προϋποθέσεις. Κι όλα αυτά σε υγιές πνευματικό κλίμα και σε ατμόσφαιρα αυθεντικά εκκλησιαστική, διότι, εν τελευταία αναλύσει, οι ιερείς προορίζονται να υπηρετήσουν την Εκκλησία και όχι κάποιο κοσμικό ίδρυμα» (Προσφώνηση κατά τη σύσκεψη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Κολεγίου/Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, 17 Αυγούστου 1997).

Πάντως, η κατηφόρα της Θεολογικής Σχολής μετά την αποχώρησή του ήταν καταφανής από τις πρώτες κιόλας μέρες. Όπως σημείωνε σε άρθρο της η ομογενειακή εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ (4 Μαΐου 2000):

«Δυστυχώς η Θεολογική Σχολή του Μπρουκλάιν δεν παράγει κατά γενική ομολογία το καταλληλότερο ποιοτικά χριστιανικό έργο ούτε εμφυσά στους αποφοίτους της την αρμόζουσα ελληνομάθεια και ελληνοπρέπεια, τις τόσο αναγκαίες, τις τόσο απαραίτητες για την επιβίωση της ομογένειας σ’ αυτήν την ξελογιάστρα χώρα».

Αυτό, λοιπόν, είναι το σκηνικό της Θεολογικής Σχολής της Βοστόνης σήμερα. Πρωταγωνιστές του είναι οι οπαδοί της αυτοκεφαλίας της Αρχιεπισκοπής Αμερικής που δεν διστάζουν να προσλαμβάνουν ρωμαιοκαθολικούς καθηγητές για την ορθόδοξη θεολογική εκπαίδευση, αποπροσανανατολίζοντας το θεολογικό ινστιτούτο της Αμερικής από την ελληνική και ορθόδοξη ταυτότητά του. Την ίδια στιγμή κάποιοι καθηγητές εξακολουθούν να διδάσκουν προτεσταντίζουσες θεολογικές θέσεις. Το χρέος του ιδρύματος ολοένα αυξάνεται, ενώ η περιουσία του τίθεται στο έλεος κάποιων που έχουν κίνητρα για αγορές νέων ακινήτων!

Μέχρι το 2005 η πορεία του θεολογικού ιδρύματος βαίνει φθίνουσα. Η Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού και το Κολέγιο κατά το σχολικό έτος 2004-2005 αριθμούσαν 198 σπουδαστές. Από αυτούς 65 είναι τελειόφοιτοι του θεολογικού σεμιναρίου και 31 είναι φοιτητές στο Ελληνικό Κολέγιο. Θα πρέπει να σημειωθεί όμως πως το 35% των σπουδαστών της θεολογίας είναι ξενόφωνοι προσήλυτοι από άλλα δόγματα.

Και η πιο θλιβερή στιγμή του ανώτερου εκπαιδευτικού ιδρύματος της Αρχιεπισκοπής Αμερικής είναι όταν οι ίδιοι οι καθηγητές του, έπειτα απο 40 χρόνια λειτουργίας του, θέτουν το υπαρξιακό ερώτημα εν έτει 2004: «Ποιοι είμαστε; Ανήκουμε σε εκκλησία χωρίς δόγμα; Eίμαστε ορθόδοξοι χριστιανοί;» (Πόρισμα συσκέψεως του καθηγητικού σώματος του Ελληνικού Κολεγίου – Holiday Inn, Μπρουκλάιν, 16 Δεκεμβρίου 2004).


____________________

ΣHMEIΩΣH

1. Επειδή το βιβλίο αυτό θα αποτελέσει ίσως πρωτογενές υλικό για τους ιστορικούς του μέλλοντος, θεωρήθηκε αναγκαίο να συμπεριληφθεί αυτούσια η αποκαλυπτική επιστολή του μητροπολίτη Μεθόδιου (2001) σχετικά με τα γεγονότα της απομάκρυνσης των 4 θεολόγων καθηγητών από τη Σχολή της Βοστόνης το 1997, καθώς εκτιμάται πως ρίχνει άπλετο φως σε μια ιστορία που αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της πολεμικής εναντίον του Σπυρίδωνος, κηλιδώνοντας την ποιμαντορία του. Ταυτόχρονα, η επιστολή Μεθόδιου εκθέτει όλους όσοι φανερά προσπάθησαν, στην Ελλάδα και την Αμερική, να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη όσον αφορά το κατασκευασμένο ροζ σκάνδαλο της Θεολογικής Σχολής:

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΒΟΣΤOΝΗΣ

27 Σεπτεμβρίου 2001

Αιδ. Νικόλαο Τριανταφύλλου, Πρόεδρο
Κύρ. Γιώργο Μπεχράκη, Αντιπρόεδρο
Διοικητικό Συμβούλιο
του Ελληνικού Κολεγίου-Ελληνικής Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής Τιμίου Σταυρού
50 Goddard Avenue
Brookline, MA 02445

Αγαπητοί π. Νίκο και Γιώργο,

Κατόπιν των τραγικών γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου, θεωρώ την αποστολή αυτού του γράμματος ιδιαίτερα δύσκολη τη στιγμή αυτή. Οπωσδήποτε, τόσο το θέμα όσο και οι ιδιαίτερες ανησυχίες μου ωχριούν μπροστά στο ολοκαύτωμα του μίσους που προκάλεσε τόσο πόνο στα θύματα και τις οικογένειές τους αλλά και σ’ όλους τους Aμερικανούς. Γι’ αυτό και σας ζητώ συγγνώμη για όσα ακολουθούν σχετικά με την Έκθεση του εκπαιδευτικού μας ιδρύματος, που καταρτίσθηκε εν όψει της επίσκεψης της Κοινής Επιτροπής του Συνδέσμου Σχολών και Κολεγίων της Νέας Αγγλίας και του Συνδέσμου Θεολογικών Σχολών, και που μου επιδόθηκε προσωπικά από τον αιδ. δρα Thomas FitzGerald.

Πρωτίστως και κατ’ αρχήν, διαμαρτύρομαι έντονα διότι το κείμενο στάλθηκε στην Κοινή Επιτροπή προτού υποβληθεί στα μέλη της Εφορίας για μελέτη και σχολιασμό. Αυτό αντίκειται στην τάξη αλλά και στην προβλεπόμενη ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ –αυτή η περιβόητη λέξη που έχει γίνει τελευταία το σύνθημα ορισμένων ατόμων στο Ελληνικό Κολέγιο-Θεολογική Σχολή. Θα ενθυμείσθε ότι, σε πρόσφατη συνεδρία της Εκτελεστικής Επιτροπής της Εφορίας, εξέφρασα την αποδοκιμασία μου για το γεγονός αυτό στον εκτελούντα χρέη κοσμήτορος στη Θεολογική Σχολή, δρα Τζέιμς Σκέδρο. Είχαμε επανειλημμένα διαβεβαιωθεί στις συνεδρίες της Εφορίας ότι θα είχαμε την ευκαιρία να δούμε το κείμενο προτού υποβληθεί στην Κοινή Επιτροπή. Σε όλο το κείμενο υπάρχουν αναρίθμητα στοιχεία που υπαινίσσονται έλλειψη συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων στη Σχολή. Μέλη της διοίκησης κατηγορούνται για λήψη αποφάσεων χωρίς τη συμμετοχή του καθηγητικού σώματος. Σας ερωτώ, ποία υπήρξε η έστω και τυπική μόνο συμβολή της Εκτελεστικής Επιτροπής ή ολόκληρης της Εφορίας (στην κατάρτιση της Έκθεσης της Σχολής για την Κοινή Επιτροπή); Δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα προκαλέσουμε και θα κρατήσουμε το ενδιαφέρον των κληρικών και λαϊκών μελών της Εφορίας εάν δεν επιτραπεί η συμμετοχή τους στη «ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ». Τα αφοσιωμένα άτομα που υπηρετούν στην Εφορία δεν πρέπει να έχουν την εντύπωση ότι είναι απαραίτητα μόνο για περισυλλογή χρημάτων. Προσωπικά, εάν μου είχε δοθεί η ευκαιρία να διαβάσω το κείμενο, θα είχα υποβάλει σχόλια και προτάσεις προς θεώρηση. Δυστυχώς ούτε σε μένα ούτε σε άλλα μέλη της Εφορίας δόθηκε αυτή η ευκαιρία. Θέλω να πιστεύω πως ούτε εσείς είχατε την ευκαιρία να διαβάσετε το κείμενο προσεχτικά. Σίγουρα, δεν θα θέλατε να συσχετισθείτε με την τωρινή του μορφή.

Θεωρώ πως το κείμενο περιέχει εκφράσεις που παραπέμπουν σε γεγονότα ατεκμηρίωτα. Για παράδειγμα, «τα επιτεύγματα ορισμένων μελών του καθηγητικού σώματος δεν έχουν τύχει αναγνώρισης». Τα επιτεύγματα τίνος; Τίνος είναι η άποψη αυτή; Τι πρέπει να περιέχει το κείμενο: απόψεις ή γεγονότα; Επίσης, «η διαδικαστική παράδοση της αντικανονικής πρόσληψης, προαγωγής, μονιμοποίησης και μισθοδότησης έχουν προκαλέσει διχόνοια και ενίοτε και πικρία μέσα στο καθηγητικό σώμα». Πάλι διατυπώνεται εδώ μια άποψη χωρίς συγκεκριμένα δεδομένα. Πάλι, «το 1998 έγινε προσπάθεια να αναθεωρηθεί το πρόγραμμα σπουδών με αίτημα της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας. Η προσπάθεια αυτή δεν καρποφόρησε ποτέ». Εάν η δήλωση αυτή είναι ακριβής, δεν μας λέγεται, γιατί απέτυχε η προσπάθεια αυτή.

Αναρίθμητες φορές χαρακτηρίζεται ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων ως υπεύθυνος για τα σημερινά προβλήματα της Σχολής μας. Σας ερωτώ, ήταν μόνο και αποκλειστικά ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων υπεύθυνος γι’ αυτά που περιγράφονται ως «σοβαρές δυσκολίες σε σχέση με τον τρόπο διοίκησης της Σχολής και το καθηγητικό σώμα»; Ήταν οι ενέργειές του και μόνο αυτές που «έθεσαν σε κίνδυνο τη διοίκηση και την ακαδημαϊκή ακεραιότητα της Σχολής»; Δεν νομίζω. Μήπως λείπουν τα προβλήματα σχετικά με τη διοίκηση και το καθηγητικό σώμα από την ιστορία του Ελληνικού Κολεγίου-Θεολογικής Σχολής πριν το 1997 και μετά το 1999; Βεβαίως όχι. Μόνο ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων, ως «πρόεδρος της Εφορίας, ενεργώντας με την ιδιότητα της εκκλησιαστικής αρχής», επενέβη σε θέματα καθημερινής διοίκησης; Και ο αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος επενέβαινε παλαιά, και ο αρχιεπίσκοπος Δημήτριος επεμβαίνει τώρα. Υπήρχε πάντοτε ένταση μεταξύ αρχιεπισκόπων, διοικήσεων και καθηγητικού σώματος σε θέματα εξουσίας. Η Σχολή ανήκει στην Αρχιεπισκοπή, η οποία συνεχίζει να συμβάλλει γενναιόδωρα στον οικονομικό προϋπολογισμό του εκπαιδευτικού της ιδρύματος. Δεδομένου ότι η Σχολή εκπαιδεύει το μελλοντικό κλήρο της Αρχιεπισκοπής, ο αρχιεπίσκοπος έχει και το δικαίωμα και την ευθύνη να επεμβαίνει δυναμικά σε όλες τις φάσεις της ζωής της Σχολής. Για να είμασθε δίκαιοι με τον αρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα, πρέπει να λεχθεί πως δεν ήταν εξοικειωμένος με την εκκλησιαστική και εκπαιδευτική παράδοση της Αμερικής, και ως εκ τούτου ενοχοποιήθηκε τελικά. Η Έκθεση (για την Κοινή Επιτροπή) δεν αναφέρεται καθόλου στην ιστορία των ισχυρών επεμβάσεων εκ μέρους των αρχιεπισκόπων δι’ όλης της ιστορίας της Σχολής σε θέματα διοίκησης και καθηγητικού σώματος. Ο αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος επενέβαινε διαρκώς σε όλη τη διάρκεια της ποιμαντορίας του. Το ίδιο κάνει και ο αρχιεπίσκοπος Δημήτριος σήμερα.

Στο κείμενο λέγεται πως «ο αρχιεπίσκοπος μονομερώς έπαυσε τον π. Καλύβα ως πρόεδρο». Ο αρχιεπίσκοπος «ενεργώντας με την ιδιότητα της εκκλησιαστικής (“ατομικής ”) αρχής έθεσε σε κίνδυνο τη διοικητική και ακαδημαϊκή ακεραιότητα του ιδρύματος». Πάλι, μόνο και αποκλειστικά ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων άσκησε την εξουσία του ως επικεφαλής της Εκκλησίας; Δεν νομίζω. Υπάρχει πληθώρα ντοκουμέντων που δείχνουν πως αυτά συνέβαιναν και επί αρχιεπισκόπου Ιακώβου και σήμερα επί αρχιεπισκόπου Δημητρίου. Επιπλέον, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει και τεκμηριώσει πως αυθαίρετες αποφάσεις λήφθηκαν και από το καθηγητικό σώμα και τους διοικητές της Σχολής και μετά την αποχώρηση του αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνα.

Στο κείμενο γράφεται πως «με σειρά αδίκων ενεργειών ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων προκάλεσε την παύση του προέδρου του ιδρύματος...». «Ο πρόεδρος του ιδρύματος, με συνοπτικές διαδικασίες, απολύθηκε με εντολή του προέδρου της Εφορίας το 1997». Το κείμενο αναφέρεται επίσης και στη δική μου απομάκρυνση από τη Σχολή με την εξής διατύπωση: «Ο μητροπολίτης Μεθόδιος υπέβαλε παραίτηση από την προεδρία του Ελληνικού Κολεγίου». Δεν γίνεται καμιά αναφορά στο γεγονός ότι υποχρεώθηκα, εκ μέρους της εκκλησιαστικής μου αρχής, να παραιτηθώ ή ότι υπήρξε μια συστηματική εκστρατεία εκ μέρους πολλών ατόμων, μεταξύ των οποίων και μελών του καθηγητικού σώματος, να υποσκάψουν τη διοίκησή μου και να δηλητηριάσουν τις σχέσεις μου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα της Εφορίας καθώς και του κλήρου και του λαϊκού στοιχείου ολόκληρης της Αρχιεπισκοπής διαμαρτυρήθηκαν σφοδρά για την απομάκρυνσή μου από τη Σχολή –ιδιαίτερα στην τριμελή Πατριαρχική Επιτροπή, μέλος της οποίας ήταν και ο αρχιεπίσκοπος Δημήτριος–, αποφάσισα να κάνω υπακοή και να εγκαταλείψω τη θέση μου (ως προέδρου της Σχολής) χωρίς θόρυβο. Δεν επέλεξα να διαμαρτυρηθώ στο Σύνδεσμο Θεολογικών Σχολών ή στο Σύνδεσμο Σχολών και Κολεγίων της Νέας Αγγλίας, διότι δεν ήθελα να θέσω σε κίνδυνο την ακαδημαϊκή αναγνώριση του ιδρύματος. Εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, το καθηγητικό σώμα γενικά δεν είχε να πει τίποτε για το θέμα αυτό. Δεν θεώρησαν πως η αναγκαστική απομάκρυνσή μου «έθετε σε κίνδυνο τη διοικητική και ακαδημαϊκή ακεραιότητα του ιδρύματος»; Μήπως η απόφαση αυτή δεν «παραβίαζε τους ισχύοντες κανονισμούς, την ισχύουσα πρακτική και τις ισχύουσες διαδικασίες»; Μάλιστα, τέσσερα μέλη του καθηγητικού σώματος επέδωσαν στην Πατριαρχική Επιτροπή γράμμα, στο οποίο ανέφεραν πως δεν πρέπει ποτέ να επιστρέψω (στη Σχολή). Το καθηγητικό σώμα δεν επέκρινε καθόλου την τότε ανάμιξη της εκκλησιαστικής αρχής στα θέματα της Σχολής. Δεν θεώρησαν πως η απόφαση εκείνη «έθετε σε κίνδυνο την ακαδημαϊκή ακεραιότητα του ιδρύματος». Δύο μέτρα και δύο σταθμά, θα έλεγα.

Αναφέρεται ότι ο π. Καλύβας υποχρεώθηκε σε παραίτηση διότι αρνήθηκε να συμμορφωθεί προς οδηγίες του αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνα, σχετικές με «ένα επεισόδιο στη Σχολή». Η αλήθεια είναι ότι ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων ήθελε να επιφέρει αλλαγές στη Σχολή πολύ πριν από οποιοδήποτε «επεισόδιο». Η Έκθεση συνεχίζει παρουσιάζοντας με απαίσιες λεπτομέρειες ότι το επεισόδιο αυτό ήταν «περίπτωση σεξουαλικής παρενόχλησης εναντίον άρρενος ιεροσπουδαστή». Σας ερωτώ, ήταν ανάγκη να περιγραφεί το επεισόδιο σε ένα τέτοιο επίσημο έγγραφο; Η Aρχιεπισκοπή και η Σχολή έχει ήδη καταστεί περίγελη με τέτοιες περιγραφές στον ελληνικό Τύπο, την Boston Globe και τη New York Times. Ήταν ανάγκη να προβούμε πάλι σε τέτοια περιγραφή στο έγγραφο αυτό; Μας λένε πως «με την εξονυχιστική τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας η πειθαρχική επιτροπή εξέτασε την περίπτωση και αποφάνθηκε πως όσοι ήταν αναμιγμένοι υπόκειντο σε πειθαρχική ποινή». Η πειθαρχική επιτροπή δεν έπρεπε ποτέ να συγκληθεί. Ως ιερέας της Εκκλησίας, ο πρόεδρος της Σχολής έπρεπε να είχε ενεργήσει με περισσότερη σοφία και διάκριση. Καταστάσεις σαν κι αυτές δεν αποτελούσαν κάτι το καινούργιο. Κατά την προεδρία μου μεσολάβησαν τέσσερις παρόμοιες περιπτώσεις που ήταν εν δυνάμει εκρηκτικές και επιζήμιες για τη φήμη του ιδρύματος. Μάλιστα, ο αιδ. δρ Θεόδωρος Στυλιανόπουλος, μέλος της πειθαρχικής επιτροπής, γνώριζε προσωπικά δύο τουλάχιστον από τις περιπτώσεις αυτές για τις οποίες και με είχε ενημερώσει. Η Σχολή είχε εξετάσει τότε τις περιπτώσεις αυτές «εξονυχιστικά», αλλά και διακριτικά. Το καλό της Σχολής και της Εκκλησίας γενικά είχαν τεθεί υπεράνω «της εξονυχιστικής τήρησης της προβλεπόμενης διαδικασίας». Τι κάνει ο πρόεδρος της Σχολής σε τέτοιες περιπτώσεις; Καλύπτει παρόμοια επεισόδια; Ασφαλώς όχι. Τα χειρίζεται έτσι ώστε να μην εκθέσει και γελοιοποιήσει τη Σχολή. Ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων συνέστησε στον πρόεδρο να χειρισθεί το επεισόδιο έτσι ώστε να μην προκληθεί σκάνδαλο στο ίδρυμα. Ο αρχιεπίσκοπος ανέμενε να ανταποκριθεί ο πρόεδρος στις συστάσεις του, διότι πολλά από τα περιπλακέντα άτομα ήταν ιερείς και συνεπώς υπόκειντο στις πειθαρχικές διατάξεις της Εκκλησίας. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο αρχιεπίσκοπος είχε διαφορετική άποψη για τη συμπεριφορά των κληρικών. Ανέμενε από αυτούς «τυφλή πιστότητα και υπακοή», κάτι πρωτάκουστο στη δυτική εκδοχή της Ορθοδοξίας. Για οδηγό του είχε το στίχο της Επιστολής προς Εβραίους: «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις ημών και υπείκετε, αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες». Ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων ήταν πεπεισμένος ότι ενεργούσε «εν καλή συνειδήσει» (στίχ. 18). Ήθελε να αποφύγει το σκάνδαλο στη Σχολή. Κάθε διοίκηση οφείλει και πρέπει να ακολουθεί την «προβλεπόμενη διαδικασία». «Εξονυχιστικά», μάλιστα. Εντούτοις, πάνω από το γράμμα του Νόμου υπάρχει η έννοια της Χάριτος. Για να προαγάγει το μείζον αγαθόν, η Ορθοδοξία αναστέλλει το Νόμο και εφαρμόζει την «Οικονομία». Μόνο να υποθέσει μπορεί κανείς πόσο διαφορετική θα ήταν η ιστορία της Σχολής και της Αρχιεπισκοπής εάν δεν ανησυχούσαμε τόσο για «την εξονυχιστική τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας» και εάν το «σκάνδαλο» δεν είχε ποτέ προκύψει. Όσο για την πρόθεση του αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος να επιφέρει αλλαγές στη διοίκηση της Σχολής και το καθηγητικό σώμα, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η πλειοψηφία του κλήρου και των λαϊκών σ’ ολόκληρη την Αρχιεπισκοπή συμφωνούσε με τις αποφάσεις του αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος, αλλά όχι με τον τρόπο που τις επέβαλε.

Διαβάζω στο κείμενο ότι «οι προαγωγές και οι μονιμοποιήσεις έχουν διενεργηθεί κατά τρόπο αντικανονικό στο παρελθόν. Τα επιτεύγματα ορισμένων μελών του καθηγητικού σώματος δεν έτυχαν αναγνώρισης». Όπως τόνισα προηγουμένως, το κείμενο είναι γεμάτο από τέτοιες υπαινικτικές εκφράσεις και άλλα παρόμοια υπονοούμενα που στερούνται κάθε εμπέδωσης και τεκμηρίωσης. Γι’ αυτό και δεν προκαλεί έκπληξη που η Έκθεση αναφέρεται σε «πικρίες μέσα στο καθηγητικό σώμα» και σε «μια ατμόσφαιρα πόλωσης, καχυποψίας και εκφοβισμού μέσα στη διοίκηση, το καθηγητικό σώμα, το υπαλληλικό προσωπικό και τους φοιτητές». Είναι γνωστός ο τρόπος με τον οποίο γίνονταν οι μονιμοποιήσεις καθηγητών κατά την προεδρία του δρα Τόμας Λέλον. Οι τελευταίοι δύο καθηγητές που μονιμοποιήθηκαν ήταν ο δρ Τζον Τσίρμπαν και η δρ Εύη Χόλμπεργκ κατά τη δική μου προεδρία. Η διοίκηση ακολούθησε την προβλεπόμενη διαδικασία και υπέβαλε τη σύσταση της Επιτροπής για προαγωγές και μονιμοποιήσεις στην Εφορία, η οποία και ενέκρινε τη μονιμοποίηση των δύο καθηγητών. Η δρ Χόλμπεργκ έχει υποστεί εκ μέρους συναδέλφων εκφοβισμούς και φραστικές επιθέσεις, που τεκμηρίωσε και υπέβαλε στις διάφορες διοικήσεις και την Εφορία χωρίς αποτέλεσμα. Ποιοι είναι οι καθηγητές που δεν έτυχαν της δέουσας αναγνώρισης; Τα τελευταία αυτά χρόνια υπήρξα μέλος της Εφορίας που ενέκρινε την προαγωγή αρκετών καθηγητών. Ποιος δεν αναγνωρίσθηκε όπως έπρεπε; Μήπως είναι ο καθηγητής του οποίου η αίτηση για προαγωγή απορρίφθηκε δύο φορές από τους συναδέλφους του που αποτελούν την Επιτροπή για Προαγωγές και Μονιμοποιήσεις της Σχολής; Μήπως είναι το άτομο του οποίου την περίπτωση κλήθηκε να εξετάσει η Εφορία, η οποία στη συνέχεια απέρριψε την αίτησή του; Μήπως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, του οποίου ο φάκελος υποβλήθηκε στον δρα Σκέδρο με ελλιπή στοιχεία προκειμένου να παραπλανηθεί η Εφορία; Βέβαια, υπάρχουν «πικρίες μέσα στο καθηγητικό σώμα». Φαίνεται πως, όποτε λαμβάνονται αποφάσεις που δεν αρέσουν, οι διαφωνούντες διατείνονται πως υπήρξαν θύματα «πολιτικής».

Το κείμενο της Έκθεσης αναφέρεται σε «πικρίες μέσα στο καθηγητικό σώμα» και στην ύπαρξη «εσωτερικών εντάσεων και συγκρούσεων». Πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχουν; Κατά την ποιμαντορία του αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνα, ένα μέλος του καθηγητικού σώματος διορίσθηκε στην Αρχιεπισκοπή ως επικεφαλής του Γραφείου Διεκκλησιαστικών Υποθέσεων. Αυτή η μισθοδοτούμενη θέση ανάγκασε το εν λόγω άτομο να απουσιάζει συχνά από τη Σχολή. Οι εξαγριωμένοι συνάδελφοί του έθεσαν το ερώτημα, πώς ένας τακτικός καθηγητής πλήρως απασχολημένος μπορεί ν’ ανταποκριθεί και σε καθήκοντα άλλης θέσης. Αμφισβήτησαν ότι μπορούσε να εκπληροί όλα τα καθήκοντά του στη Σχολή και συγχρόνως να πηγαινοέρχεται από τη Νέα Υόρκη. Πρόσφατα, επίκουρος καθηγητής του Ελληνικού Κολεγίου διορίσθηκε διευθυντής του Αρχιεπισκοπικού Γραφείου Ελληνικής Παιδείας. Αυτό συνεπάγεται πολλά ταξίδια και συνεχή απασχόληση στη Νέα Υόρκη για να ανταποκριθεί στις ευθύνες της μισθοδοτούμενης θέσης του. Έχει περιορίσει τις καθηγητικές δραστηριότητές του στη Σχολή. Αυτοί που είχαν διαμαρτυρηθεί για τον προηγούμενο διορισμό δεν έχουν τώρα να πουν τίποτε για τούτον. Μήπως πάλι έχουμε να κάνουμε με δύο μέτρα και δύο σταθμά; Kαι μετά τολμούμε να γράφουμε πως υπάρχουν «πικρίες μέσα στο καθηγητικό σώμα».

Οπωσδήποτε οι συντάκτες της Έκθεσης έπρεπε να αποφύγουν τον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν αυτήν την ευκαιρία για να δικαιολογήσουν αποφάσεις που έλαβαν τον τελευταίο καιρό. Το μόνο που πέτυχαν ήταν να ξανανοίξουν το κουτί της Πανδώρας και να αναστήσουν παλιές εντάσεις και διαμάχες. Το κείμενο δεν αντικατοπτρίζει τις προσδοκίες της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου, της Εφορίας, των αποφοίτων της Σχολής και του πληρώματος της Εκκλησίας. Ο σπουδαιότερος θησαυρός μας στο Ελληνικό Κολέγιο-Θεολογική Σχολή είναι οι φοιτητές μας που, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, δεν είναι πλήρως καταρτισμένοι να υπηρετήσουν στο χώρο της Αρχιεπισκοπής μας.

Ενώ οι παγκοσμίου φήμης καθηγητές μας («φαντασιώσεις των δικών τους μυαλών», για να επαναλάβω την έκφραση του μητροπολίτη Ησαΐα) απασχολούνται με «διαμάχες, πικρίες, εσωτερικές εντάσεις και συγκρούσεις», οι καημένοι οι φοιτητές εγκαταλείπονται στην τύχη τους.

Είναι ατυχές που το έγγραφο αυτό συντάχτηκε κατά τη θητεία σας ως προέδρου της Σχολής και αντιπροέδρου της Εφορίας. Και οι δυο σας έχετε αφιερώσει τη ζωή σας στη Σχολή και έχετε εργασθεί τόσο σκληρά που δεν αρμόζει να ταυτισθείτε με ένα τέτοιο κείμενο. Οι ανησυχίες και οι ιδέες μου θα αποτελούσαν σίγουρα ενδιαφέρον ανάγνωσμα για την Κοινή Επιτροπή.

Θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο. Μια μέρα, ίσως.

Με αγάπη εν Κυρίω,
Μεθόδιος
Μητροπολίτης Ανέων
και Πρόεδρος της Επισκοπής Βοστόνης

Μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο

[ Σπυρίδων, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής (1996-1999), Η Παρακαταθήκη,
   Αθήνα (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα), 2005, σσ. 54-65 ]