top
Σπυρίδων... Η Παρακαταθήκη - Δεκέμβριος 2005
Οργανώνοντας το λόμπι στα εθνικά θέματα
Εισαγωγικό σημείωμα στο κεφ. δ΄ του βιβλίου «Σπυρίδων, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής (1996-1999), Η Παρακαταθήκη»
Από την Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη
Από της ανάληψης των καθηκόντων του ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων βρέθηκε αντιμέτωπος με τα εθνικά θέματα (Κύπρος, Μακεδονικό, Ποντιακός Ελληνισμός ), για το χειρισμό των οποίων μάλιστα είχε λάβει αυστηρές οδηγίες από το Φανάρι: να τα διαχειρίζεται γενικώς και αορίστως, αποφεύγοντας προφανώς να γίνεται αιχμηρός προς την Ουάσινγκτον όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά θέματα, γεγονός που θα μπορούσε να ερεθίσει την τουρκική διπλωματία.
Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά όλες τις εγκυκλίους του Σπυρίδωνος, θα διαπιστώσει πως κατά την πρώτη περίοδο της αρχιεπισκοπικής θητείας του οι λόγοι του διαπνέονται από ένα θρησκευτικό τόνο. Συχνά αποφεύγει να τοποθετηθεί στο μείζον ζήτημα της Κύπρου. Η χριστιανική χροιά υπερτερεί των εθνικών υπαινιγμών, σε μια προσπάθεια να παραμείνει πιστός προς τις υποδείξεις του Σεπτού Κέντρου της Ορθοδοξίας, που φαίνεται πως υπήρξαν σαφείς και αυστηρές.
Ωστόσο, στην πορεία ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Αμερικής, διαπιστώνοντας ιδίοις όμμασι πως η Ουάσινγκτον μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο για τα δίκαια του Ελληνισμού, εγκατέλειψε την πολιτική της αμέτοχης παρουσίας και πήρε δυναμικά τα ηνία της προάσπισης των εθνικών θεμάτων στην αμερικανική πρωτεύουσα. Από το 1998 ο Σπυρίδων γίνεται λάβρος για το Κυπριακό, ενώ στις επετειακές εγκυκλίους του για το πραξικόπημα του 1974 η φωνή του φτάνει σε κρεσέντο. Τίποτε δεν σταματάει τον αρχιεπίσκοπο, που βάζει το μαχαίρι στο κόκαλο:
«Αυτόν το μήνα συμπληρώνονται είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια από τότε που ο βάναυσος κατακτητής εισέβαλε στην Κύπρο, πραγματοποιώντας μια εκστρατεία βίας και τρόμου, που είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη και κατοχή του ενός τρίτου της Μεγαλονήσου. Δεκάδες χιλιάδες Ελληνοκύπριοι ξεριζώθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες και έγιναν πρόσφυγες. Άλλοι, χιλιάδες αυτοί, έχασαν τη ζωή τους, άλλοι ακρωτηριάσθηκαν και άλλοι πάλι βιάσθηκαν κατά τη σκαιά αυτή εισβολή. Ο στρατός κατοχής αφάνισε χιλιάδες άλλους Ελληνοκυπρίους, από τους οποίους 1.619 φέρονται ακόμη ως “αγνοούμενοι”. Η κυριαρχία του τρόμου που εκδηλώθηκε στα κατεχόμενα εδάφη είχε ως αποτέλεσμα τις γνωστές φρικαλεότητες και συνεχείς παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων, για τις οποίες ο δυτικός κόσμος επέδειξε, σε μεγάλο βαθμό, πλήρη αδιαφορία» (Ιούλιος 1999).
Την ίδια στιγμή ο ηγέτης της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής κατόρθωσε να συγκεράσει όλες τις δυνάμεις του ελληνικού λόμπι σε όλα τα μήκη και πλάτη των ΗΠΑ κάτω από την αρχιεπισκοπική πυγμή του: Η HALO (Hellenic American Leaders & Organizations, Σύνδεσμος Ελληνοαμερικανών Ηγετών και Oργανώσεων) ήταν μια νέα πραγματικότητα από το 1998, οπότε όλες οι αντικρουόμενες ομάδες του Ελληνισμού δέχθηκαν ως φυσικό εκπρόσωπο της εθνικής φωνής προς την Ουάσινγκτον το νέο τους εκκλησιαστικό ηγέτη. Οι επιστολές του HALO στον φιλικά διακείμενο προς την ομογένεια Μπιλ Κλίντον τον Ιούλιο του 1999 αποκαλύπτουν το δυναμισμό της ενωμένης ομογένειας, η οποία ζητάει την άμεση παρέμβαση του αμερικανού προέδρου για δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού:
«Μετά τη δράση του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο, η διαίρεση της Κύπρου δεν μπορεί πλέον να τοποθετείται από τις ΗΠΑ ή τη διεθνή κοινότητα στο περιθώριο των εξελίξεων. Έχει έρθει η ώρα για τη δικαίωση και της Κύπρου. Η επίλυση του Κυπριακού προβλήματος, πέρα από την αποκατάσταση των ελευθεριών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων του λαού της Κύπρου, θα διασφαλίσει και τα αμερικανικά συμφέροντα προστασίας στην περιοχή. Μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού θα συμβάλει σημαντικά στην εδραίωση της ειρήνης και της ασφάλειας στην ευαίσθητη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και στη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, χωρών συμμάχων των ΗΠΑ» (Ιούλιος 1999).
Ο Σπυρίδων ακολουθεί την ίδια περίπου τακτική, αυτή της προοδευτικής παρέμβασης, στο θέμα της γενοκτονίας των Ποντίων. Η εγκύκλιός του τον πρώτο χρόνο της αρχιεπισκοπικής θητείας του εστιάζεται στα θετικά στοιχεία του βίαιου εκπατρισμού των Ελλήνων από τα παράλια του Πόντου (1915-1922). Με λόγους παρήγορους προσπαθεί να καταδείξει ότι ο Ποντιακός Ελληνισμός δεν χάθηκε, αντίθετα κατέκλυσε τα πέρατα της γης, συμβάλλοντας στην παγίωση και αύξηση της Εκκλησίας της Διασποράς της Αμερικής, της Αυστραλίας και αλλαχού κάτω από τη δικαιοδοσία της πρωτόθρονης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα:
«Ο Eλληνισμός που χάθηκε στη Μικρασία το 1922 αναστήθηκε στην ευρωπαϊκή Ελλάδα, στη Δύση και σε άλλα μέρη του κόσμου. Οι άλλοτε πανεύφημες αποστολικές μητροπόλεις του παλαίφατου Οικουμενικού Πατριαρχείου
αναστήθηκαν σε νέους τόπους, με τα παλαιά ή και με ανανεωμένα ονόματα. Στην Ελλάδα ξεφύτρωσε η Νέα Σμύρνη, η Νέα Φιλαδέλφεια, η Νέα Ιωνία, ο Νέος Κόσμος, και τόσα άλλα κέντρα σε ολόκληρη τη χώρα, που πλούτισαν και ανανέωσαν την κατά τόπους Εκκλησία».
Το 1999 ο Σπυρίδων είχε ξεπεράσει και τους τελευταίους ενδοιασμούς του σχετικά με τη στάση του ως θρησκευτικού και πολιτικού ηγέτη του Ελληνισμού της Αμερικής. Τώρα μιλούσε χωρίς προσχήματα για τη γενοκτονία των Ποντίων ζητώντας την αναγνώρισή της από τη διεθνή κοινότητα. Δεν φείδεται λόγων και αυστηρότητας όταν κριτικάρει το τουρκικό κράτος που αποκεφάλισε και εκπάτρισε 1,5 εκατομμύρια Ποντίων από τα παράλια της Μικράς Ασίας:
«Εκείνο που ίσως δεν μας είναι αρκούντως γνωστό, ή μάλλον δεν το έχουμε όλοι μας συνειδητοποιήσει, είναι η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, την οποία διέπραξε το επίσημο τουρκικό κράτος στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Τις εθνικές εκκαθαρίσεις της τουρκικής κυβέρνησης μεταξύ 1914 και 1922 τις πλήρωσαν με τη ζωή τους 353.000 Έλληνες του Πόντου, συνολικά δε ξεριζώθηκαν ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι».
Ταυτόχρονα υποστήριζε τα παραδοσιακά αιτήματα των Ποντίων:
«Zητούμε α) αναγνώριση της ποντιακής γενοκτονίας από διεθνείς οργανισμούς, β) αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων από την Τουρκία και καταγγελία της εγκληματικής αδιαφορίας της για τη συντήρηση των χριστιανικών μνημείων, των χιλιάδων δηλαδή εκκλησιών και εκατοντάδων μοναστηριών που εναπέμειναν από την αρχική συστηματική καταστροφή, γ) ανέγερση μνημείων της ποντιακής γενοκτονίας σε διάφορες μεγάλες πόλεις του κόσμου» (Μάρτιος 1999).
Σε όλη την περίοδο της ποιμαντορίας του ο Σπυρίδων έδινε συνεχείς μάχες για την προάσπιση των δικαίων του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Με δυναμικές επιστολές προς τον πρόεδρο Κλίντον στηλίτευσε τις επανειλημμένες επιθέσεις των Τούρκων στα εκκλησιαστικά μνημεία της Πόλης, ενώ με ταχύτατη παρέμβαση στην Ουάσινγκτον ανέτρεψε την απόφαση της τουρκικής ηγεσίας να απολύσει την Εφορία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (1998). Ο αρχιεπίσκοπος υπήρξε κήρυκας στην αμερικανική πρωτεύουσα της επαναλειτουργίας του περιώνυμου θεολογικού ινστιτούτου, που μέχρι σήμερα παραμένει σφραγισμένο παρά τις πολλές υποσχέσεις της αμερικανικής διοίκησης των Δημοκρατικών και στη συνέχεια των Ρεπουμπλικάνων.
Η τελευταία χρονιά της θητείας του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο συνέπεσε με το βομβαρδισμό του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο, το Μάρτιο του 1999. Ο Σπυρίδων, πρόεδρος του SCOBΑ (Standing Conference of Orthodox Bishops in
America), δηλαδή των ηγετών όλων των ορθόδοξων Εκκλησιών της Αμερικής, θεώρησε χρέος του να παρέμβει δυναμικά στην Ουάσινγκτον ζητώντας να σταματήσει ο παραλογισμός της επέμβασης στα γιουγκοσλαβικά πράγματα. Πολλοί θεώρησαν ότι ο αρχιεπίσκοπος υπερέβη τα εσκαμμένα προκαλώντας τη μήνιν του Πενταγώνου. Αλλά εκείνος έπραξε κατά συνείδηση, αδυνατώντας να δεχτεί την αυθαίρετη παρέμβαση του ΝΑΤΟ στα σπλάχνα της Ευρώπης. Ο Σπυρίδων πίστευε πως η δύση δεν έπρεπε να αναμειχθεί στα Βαλκάνια για να υποθάλψει τον εθνικισμό μιας μουσουλμανικής μειονότητας που θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες για τη γεωπολιτική εξέλιξη της περιοχής. Εκείνο που τον αφορούσε κυρίως και αποκλειστικά ήταν η Ελλάδα, γι’ αυτό και η αγωνιώδης του προσπάθεια να υψώσει φωνή για το Κόσοβο παρά τις αντίθετες απόψεις του Yπουργείου Eξωτερικών της Ελλάδας.
Ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων στην ατζέντα του είχε συμπεριλάβει και την υπόθεση της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα στο λίκνο του παγκόσμιου πολιτισμού. Κατά τα χρόνια της περιφοράς του στην Ευρώπη οι συχνές επισκέψεις του στο Βρετανικό Μουσείο, όπου φιγουράριζε ολάκερη σχεδόν η ζωφόρος του Παρθενώνα, συσσώρευαν στην ψυχή του άλγος. Έτσι, όταν κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Αθήνα (Φεβρουάριος 1999) επισκέφθηκε τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, ο προκαθήμενος της Eκκλησίας της Αμερικής διακήρυξε τη δέσμευση της ομογένειας να
ασκήσει πίεση στον πολιτικό κόσμο των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου για να επιστραφούν τα ιερά μάρμαρα στην πατρογονική γη της καταγωγής τους:
«“Να επιστραφούν τα Ελγίνεια μάρμαρα στη νόμιμη θέση τους!”, βροντοφωνεί η ομογένεια, ο λαός της Αμερικής, ολόκληρος ο πολιτισμένος κόσμος. Ας επιστραφούν τα μάρμαρα κι ας αφεθεί ο Παρθενώνας και η Ακρόπολη και πάλι να μιλήσουν με τη φωνή εκείνη που διαπερνά τους αιώνες, τη φωνή της πραγματικής ανθρωπιάς, τη φωνή που καλεί τον κόσμο να σιγήσει και ν’ αναζητήσει μια ζωή ανώτερη».
Επανακάμπτοντας στη Νέα Υόρκη ο αρχιεπίσκοπος έθεσε σε εφαρμοργή τις εξαγγελίες του, οργανώνοντας ένα λόμπι με διάφορους πολιτικούς και ομογενειακούς παράγοντες των ΗΠΑ, αλλά δεν πρόλαβε να προωθήσει την υπόθεση καθώς οι μέρες του στο θρόνο ήταν μετρημένες!
Θα πρέπει να σημειωθεί πως οι παρεμβάσεις του στα εθνικά θέματα (1997-1999) ενόχλησαν τα μάλα τόσο την Αθήνα όσο και την Κωνσταντινούπολη. Η μεν Αθήνα δεν ήθελε επ’ ουδενί να αναμειγνύεται ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής στο παιχνίδι εξουσίας και λόμπι με την Ουάσιγκτον, η δε Κωνσταντινούπολη υπό την πίεση της Τουρκίας δυσανασχετούσε με τον απροκάλυπτο πολιτικό λόγο του προκαθήμενου της Εκκλησίας της Αμερικής, ιδιαιτέρως για το Κυπριακό και τη Χάλκη.
Επιπλέον, το Yπουργείο Eξωτερικών έβλεπε με καχυποψία την οργάνωση των ομογενειακών ομάδων σε λόμπι υπό την Αρχιεπισκοπή Αμερικής (HALO), τη στιγμή μάλιστα που μόλις είχε ιδρύσει το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού, για το οποίο προόριζε ανάλογο ρόλο.
Μετά τον εκτοπισμό του Σπυρίδωνος από τον αρχιεπισκοπικό θώκο της Νέας Υόρκης η ελληνική κυβέρνηση και το Φανάρι συμφώνησαν στο νέο ρόλο του διαδόχου του, που ήταν η πλήρης απογύμνωσή του από πολιτικές ευθύνες και παρεμβάσεις στην Ουάσινγκτον. Ο αρχιεπίσκοπος Δημήτριος μέχρι τις μέρες αυτές αρκείται σε ευχολόγια για λύση του Kυπριακού και του Mακεδονικού, κάνοντας εμφανίσεις στην Ουάσινγκτον για φωτογραφική κατανάλωση και δημόσιες σχέσεις. Έτσι, οι ταγοί της ελληνικής πολιτείας στην Αθήνα και της οικουμενικής Oρθοδοξίας στην Κωνσταντινούπολη ήσυχα καθεύδουν...
[ Σπυρίδων, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής (1996-1999), Η Παρακαταθήκη,
Αθήνα (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα), 2005, σσ. 152-156 ]
|