top

Σπυρίδων... Η Παρακαταθήκη - Δεκέμβριος 2005

Στο πηδάλιο της Aρχιεπισκοπής

Εισαγωγικό σημείωμα στο κεφ. γ΄ του βιβλίου
«Σπυρίδων, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής (1996-1999), Η Παρακαταθήκη»

Από την Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη

«Οι ναοί μας, η Αρχιεπισκοπή μας, θα είναι τότε μόνο ευσταθείς και ασφαλείς, όταν οικοδομήσουμε τα ιδρύματά μας επί την Πέτρα, τον ίδιο τον Ακρογωνιαίο Λίθο, τον Ιησού Χριστό» (πρβλ. Εφεσ. 2, 20).

(Προσφώνηση του αρχιεπισκόπου Αμερικής Σπυρίδωνος
στο Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, 25 Σεπτεμβρίου 1998)

Οι στόχοι και η πολιτεία του Σπυρίδωνος ως αρχιεπισκόπου διαγράφηκαν κατά τις ομιλίες του στο Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο. Σε αυτές ορίστηκαν οι συντεταγμένες του έργου του. Όπως προκύπτει από τους λόγους, τους οποίους απηύθυνε κατά την τριετή ποιμαντορία του στο κυβερνών αρχιεπισκοπικό σώμα, ο Σπυρίδων είχε σαφείς στόχους για τα μεγάλα ζητήματα περί του μέλλοντος της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού στη διασπορά των ΗΠΑ.

Ο ηγέτης της Αρχιεπισκοπής Αμερικής είχε προτείνει λύσεις από την αρχή της θητείας του σε θέματα πνευματικής κατεύθυνσης αλλά και δομής, που ζητούσαν άμεσα απαντήσεις.

Όλος ο κορμός της πολιτικής του για το άμεσο αλλά και το απώτερο μέλλον διαφαίνεται μέσα στους λόγους που ακολουθούν αναλυτικά. Ωστόσο, αξίζει να επισημανθούν ορισμένα σημεία για να καθοδηγηθεί ο αναγνώστης στην κατανόηση των λεγομένων, που αποτελούν απόσταγμα κρίσης, πείρας και σοφίας ενός θρησκευτικού ηγέτη που είχε εντρυφήσει επί μια τριακονταετία στα πράγματα της Εκκλησίας στην Ευρώπη, έχοντας κρατήσει αμετάθετη τη θέση του για την ορθόδοξη πίστη και τη λατρεία της. Η ορθοδοξοκεντρική κατεύθυνση του Σπυρίδωνος είναι φανερή από τις πρώτες κιόλας μέρες της ανάληψης του αρχιεπισκοπικού θώκου.

Σε όλες τις ομιλίες του προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο ο Σπυρίδων προσπαθούσε να κατεβάσει τους τόνους στην κατευθυνόμενη αντιπαράθεση που είχε ξεσπάσει από τους πρώτους κιόλας μήνες της ποιμαντορίας του για τις διάφορες επιλογές του στα ζωτικά θέματα, με επίκεντρο τις αλλαγές στη Θεολογική Σχολή της Βοστόνης αλλά και το χειρισμό των διαφόρων διοικητικών θεμάτων της Αρχιεπισκοπής. Η ενότητα, η καταλλαγή, η σύσφιγξη των πνευματικών δεσμών μεταξύ της Εκκλησίας και του ποιμνίου γίνονται αντικείμενο επαναλαμβανόμενων εκκλήσεών του κατά τη σύντομη και θυελλώδη τριετή πορεία του στην Eκκλησία της Aμερικής.

Στο μεταξύ, ο ιεράρχης από την Ευρώπη αντιμετωπίζει με δυσπιστία τον εξαμερικανισμό της Eκκλησίας. Η ιδιοσυστασία των ανά τη χώρα ενοριών και κοινοτήτων της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής φαίνεται πως αποτέλεσε εξαρχής αιτία προβληματισμού του. Από τους πρώτους λόγους του προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο (Σεπτέμβριος 1997) θα υψώσει κραυγή αγωνίας:

«Φίλοι μου, είμασθε Σώμα, όχι σωματείο ή εταιρία, και, καίτοι πρέπει να διαχειριζόμασθε υπεύθυνα όλες τις υποθέσεις της Εκκλησίας σύμφωνα με τον αστικό νόμο και τις προβλεπόμενες διαδικασίες, να μη χαθεί ποτέ από την όρασή σας το Μυστήριο του Χριστού που είναι εν τω μέσω ημών και μας καλεί να ζήσουμε εν πίστει, χάριτι, ελπίδι και προπάντων αγάπη» (Προσφώνηση προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, 26 Σεπτεμβρίου 1997).

Είναι φανερό πως ο Σπυρίδων στους λόγους του προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο εκφράζει την ένστασή του για τη μεταβολή των ενοριών και κοινοτήτων της Αρχιεπισκοπής Αμερικής σε οντότητες με σωματειακή αντίληψη, όπου το κοσμικό πνεύμα κυριαρχεί έναντι του ελληνορθόδοξου φρονήματος που ο ίδιος θεωρούσε ακρογωνιαίο λίθο για την επιβίωση του Ελληνισμού και της ορθόδοξης πίστης. Πολλές φορές ο ποιμένας επαναλαμβάνει πως η Eκκλησία δεν είναι κοσμικό σωματείο συναντήσεων και συναναστροφών. Συχνά διευκρινίζει πως:

«Δεν είμαστε σύστημα κυβερνητικό, αλλά πολίτευμα, πνευματική κοινοπολιτεία στην οποία μετέχουμε όλοι και η οποία είναι προορισμένη να συμπεριλάβει όλο τον κόσμο» (Προσφώνηση προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, 6 Μαρτίου 1998).

Ο αρχιεπίσκοπος ακόμη και κατά τις ύστατες μέρες της ποιμαντορίας του, όταν οι ταγοί κάποιων ενοριών, παραπλανημένοι από τις σπερμολογίες, αποφασίζουν να εκβιάσουν την απομάκρυνσή του παρακρατώντας τις κοινοτικές λογίες, ευθαρσώς στηλιτεύει τη σύγχυση γύρω από το ρόλο των εκκλησιαστικών κοινοτήτων:

«Τώρα ακούμε ορισμένες φωνές να καλούν τις κοινότητες να παρακρατήσουν τις συνεισφορές του λαού του Θεού, λες και τα κοινοτικά συμβούλια ή οι κοινοτικές συνελεύσεις έχουν τέτοιο δικαίωμα. Είναι μήπως σωματείο η Εκκλησία του Χριστού; Αποτελεί μήπως η τοπική κοινότητα είδος αυτοτελούς εκκλησιαστικού υποκαταστήματος δυναμένου να υποταχθεί στην ιδιοτροπία μερικών πλανημένων ατόμων, ή Σώμα Χριστού; Είναι οι ενορίτες μας ιδιοκτήτες ή οικονόμοι; Πιστεύουμε ότι «μείζων ἐστὶν ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ναὸς ὁ ἁγιάζων τὸν χρυσόν;» (Ματθ. 23, 17). Πράγματι, οι πιστοί μας έχουν ανάγκη να εκφράσουν την άποψή τους, αλλά με ποιο αντίτιμο; Δεν πρέπει να επιτρέψουμε τα καταπληκτικά άλματα που σημείωσε ο ελληνικός ορθόδοξος λαός της Αμερικής στο χώρο των λογιών να θυσιασθούν χάριν πολιτικών μηχανορραφιών» (Προσφώνηση προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, 26 Φεβρουαρίου 1999).

Το όραμα του ιεράρχη, που είχε γαλουχηθεί στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ήταν να προσανατολίσει την ελληνοαμερικανική κοινότητα προς μια πνευματικότερη Εκκλησία, «Εκκλησία που γνωρίζει τις πνευματικές ρίζες της και Εκκλησία της οποίας η ζωή θα παρήγε αληθινούς πνευματικούς καρπούς» (Προσφώνηση προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, 26 Σεπτεμβρίου 1997).

Ο νέος ηγέτης έθεσε τους στόχους του προς αυτήν την κατεύθυνση, σύμφωνα με την πρώτη επίσημη ομιλία του (Σεπτέμβριος 1997), δηλώνοντας το τρισδιάστατο όραμά του:

1) εκπαίδευση των πιστών σε θέματα ορθόδοξης πίστης,
2) ενημέρωση των πιστών για το έργο της Αρχιεπισκοπής ως συνόλου, και
3) πνευματική ζωή της Αρχιεπισκοπής
(Προσφώνηση προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, 26 Σεπτεμβρίου 1997).

Ο Σπυρίδων θεώρησε μέγιστο χρέος του να ενισχύσει τη θρησκευτική εκπαίδευση πέρα από το κατηχητικό σχολείο, το οποίο θεωρούσε ανεπαρκές για τη διάπλαση ορθόδοξων πιστών. Έτσι από τις πρώτες κιόλας ημέρες της ποιμαντορίας του εξήγγειλε την ίδρυση προγράμματος συνεχούς θρησκευτικής εκπαίδευσης ενηλίκων.

«Η πίστη μας, με τη δισχιλιετή ιστορία της, δεν μπορεί ποτέ να εξαντληθεί. Όλοι μας μπορούμε και οφείλουμε να αυξήσουμε τις γνώσεις μας. Είναι ευθύνη της Αρχιεπισκοπής να παράσχει σε όλους τους πιστούς της τα μέσα εκείνα που χρειάζονται για να ζήσουν στη σύγχρονη εποχή μας ως ακέραιοι και ενσυνείδητοι ορθόδοξοι χριστιανοί», έλεγε το Μάρτιο του 1998, ενάμισι χρόνο μετά την ενθρόνισή του (Προσφώνηση προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, 6 Μαρτίου 1998).

Η μεγάλη, αγωνιώδης μέριμνα του ιεράρχη στράφηκε ταυτόχρονα προς τη νεολαία. Έβαλε στοίχημα να νικήσει το κατεστημένο τοπίο της σχετικότητας όσον αφορά την πίστη, προκειμένου οι νέοι να γαλουχηθούν απανταχού των ΗΠΑ σε ένα κατά το δυνατόν ομοιογενές πνευματικά περιβάλλον όπου θα πρέσβευε μια πίστη απόλυτα ορθόδοξη, χωρίς παρεκκλίσεις, απαλλαγμένη από προτεσταντίζουσες, καθολικές ή άλλες επιρροές:

«Έχουμε την ιερή υποχρέωση να τους διδάξουμε, να τους αγαπήσουμε, να τους καθοδηγήσουμε και να τους εκθρέψουμε στην πίστη ώστε να επιλέξουν ελεύθερα ν’ ακολουθήσουν την ορθόδοξη οδό, επειδή μέσα τους βαθιά επείσθηκαν και πιστεύουν επομένως πως η οδός αυτή αποκαλύπτει την ύστατη αλήθεια» (Προσφώνηση προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, 26 Σεπτεμβρίου 1997).

Ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής δεν έχανε ευκαιρία να επισημαίνει πως η ορθόδοξη πίστη και λατρεία θα μπορούσε να επιβιώσει στη γη της αμερικανικής ισοπεδωτικής κουλτούρας μόνο διατηρώντας τη γνησιότητά της. Η άποψή του, επαναδιατυπούμενη σε κάθε του ομιλία, απευθυνόταν μάλλον προς «ώτα μη ακουόντων», όπως ήταν κάποια από τα ηγετικά στελέχη του αρχιεπισκοπικού οργανισμού:

«Γι’ αυτό θέλω να αναζητήσουμε από κοινού μια νέα κατεύθυνση, ένα νέο δρόμο επιστροφής στα βασικά εκείνα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια του έλληνος ορθόδοξου χριστιανού στη σύγχρονη Αμερική» (Προσφώνηση προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, 25 Σεπτεμβρίου 1998).

Ταυτόχρονα σε κάθε λόγο του ο ιεράρχης επισήμαινε με έμφαση την ανάγκη να γνωρίσει ο ελληνορθόδοξος λαός της Αμερικής τις ρίζες του: την ιστορία και τη συνέχεια της Μητέρας Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη. Οι επανειλημμένες αναφορές του στη σχέση του Πατριαρχείου με την Αρχιεπισκοπή Αμερικής είχαν ως στόχο να αναθερμάνουν τους δεσμούς Φαναρίου-Αρχιεπισκοπής Αμερικής και να απομακρύνουν τα βαριά σύννεφα της αμφισβήτησης που είχαν συσσωρευτεί στον ουρανό της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας με τις αυτονομιστικές τάσεις της OCL (Orthodox Christian Laity) και λίγο αργότερα της GOAL (Greek Orthodox American Leaders). Σε κάθε ομιλία του προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο ο ηγέτης της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας τόνιζε αυτήν την ιστορική σχέση:

«Ποιος μπορούσε να φανταστεί τη μέρα που και ένας ακόμη πιστός μας θα στηλίτευε το Ιερό Κέντρο της πίστης μας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τη ρίζα και το θεμέλιο της Αρχιεπισκοπής μας; Πώς μπορεί η δισχιλιετής ιστορία της Εκκλησίας μας να απεμποληθεί τόσο εύκολα στο όνομα κάποιας ανεδαφικής ιδέας περί κοινωνικής αφομοιώσεως; Αυτό σημαίνει να ’σαι Aμερικανός; Νομίζω πως όχι!» (Προσφώνηση προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, 26 Φεβρουαρίου 1999).

Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να κρατήσει χαμηλούς τους τόνους και να μην ερεθίσει το ποίμνιο της Αμερικής έναντι της αλλαγής πλεύσης του Φαναρίου, ο Σπυρίδων προασπίστηκε ακόμη και την επιλογή της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου να ανυψώσει τους επισκόπους της Αρχιεπισκοπής σε μητροπολίτες (Φεβρουάριος 1998). Προσπάθησε να στηρίξει ενώπιον των λαϊκών παραγόντων την πολιτική της ίδιας της υπονόμευσής του, η οποία προερχόταν κατευθείαν από το Φανάρι. Ήταν οι πρώτες ενδείξεις πως η Μητέρα Εκκλησία άλλα κέλευε για κείνον, αλλά αφελώς πίστευε πως οι κατευναστικοί λόγοι θα μπορούσαν να αποτρέψουν το κακό που σήμερα αποτελεί πραγματικότητα μη αναστρέψιμη στην επαρχία της Αμερικής. Ο ίδιος από την πρώτη κιόλας έκθεσή του προς το Πατριαρχείο είχε εκδηλώσει την αντίθεσή του προς τη μητροπολιτοποίηση των επισκοπών, καθώς διέβλεπε πως η κατάτμηση της Αρχιεπισκοπής Αμερικής θα επέφερε μοιραία τη διάσπασή της ενότητάς της, τόσο αναγκαίας για την επιβίωση της ομογένειας, καθώς βέβαια και την υποβάθμιση του ρόλου του αρχιεπισκόπου.

Παρότι είχε εντολή από το Πατριαρχείο να προβεί άμεσα σε αλλαγή του καταστατικού χάρτη της Αρχιεπισκοπής Αμερικής κι ενώ οι επίσκοποι πίεζαν αφενός να ανυψωθούν σε μητροπολίτες, αφετέρου να περιοριστεί ο ρόλος των λαϊκών σε ένα μελλοντικό καταστατικό, ο ηγέτης της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής διαβεβαίωνε το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο πως κάτι τέτοιο δεν ήταν στις προθέσεις του. Υπό το κράτος των πιέσεων από την Ανατολή αλλά και από τους σκληρούς παίκτες της Αμερικής, ο Σπυρίδων δεν ήθελε να ανοίξει τον ασκό του αιόλου. Κάθε φορά παρέπεμπε το θέμα σε επιτροπές, καθυστερώντας να βάλει μαχαίρι σε μια πληγή που άνοιξαν οι εχθροί του συσπειρωμένοι για να πετύχουν το μέγιστο γι’ αυτούς κέρδος: ο πατριάρχης την κατάτμηση και τον έλεγχο της Επαρχίας, οι επίσκοποι την αναβάθμισή τους και περισσότερη αυτονομία έναντι του αρχιεπισκόπου αλλά και του λαϊκού στοιχείου της Αρχιεπισκοπής.

Ήδη σε δύο εμπιστευτικές εκθέσεις του προς το Σεπτό Κέντρο της Ορθοδοξίας (Αύγουστος 1997) ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Αμερικής εξέφραζε τον προβληματισμό και τις αντιρρήσεις του λόγω των συνεπειών μιας τέτοιας βαθιάς τομής στη μεγαλύτερη αλλά και πιο ευάλωτη σε κινδύνους επαρχία του Θρόνου. Όμως και πάλι σε «ώτα μη ακουόντων» έκρουσε τον κώδωνα ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων, που χάρασσε αργά και σταθερά τον κύκλο της μοναξιάς του...

Η αναδόμηση της Ακαδημίας του Αγίου Βασιλείου ήταν από τα καυτά θέματα της αρχιεπισκοπείας του. Το σημαντικό ίδρυμα, άλλοτε ακμάζουσα ακαδημία ελλήνων διδασκάλων επί Αθηναγόρου και Μιχαήλ, είχε εκφυλισθεί σε οικοτροφείο και πλημμελώς λειτουργούν ελληνο-αμερικανικό σχολείο 30 παιδιών από προβληματικές οικογένειες. Ήδη από τον πρώτο λόγο του προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο έθεσε ως προτεραιότητα τη στέρεη ελληνορθόδοξη εκπαίδευση των εμπερίστατων παιδιών μέσα στο ίδρυμα, παραδίδοντας την αγγλόφωνή τους εκπαίδευση στα αξιόλογα αμερικανικά σχολεία της περιοχής. Ταυτόχρονα, προχώρησε στην ίδρυση του Διδασκαλικού Ινστιτούτου του Αγίου Βασιλείου, γιατί όπως έλεγε:

«Eλπίζω να εξελιχθεί μια μέρα σε πρότυπο κέντρο σπουδών για κοινοτική διοίκηση, θρησκευτική εκπαίδευση, διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού, και οι απόφοιτοί του να επανδρώσουν κάθε κοινότητα της Αρχιεπισκοπής μας, ως βοηθοί του κλήρου στο πολυσχιδές έργο της ενοριακής διοίκησης» (Προσφώνηση προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, 26 Σεπτεμβρίου 1997).

Ο Σπυρίδων ήταν της άποψης πως οι ενορίες έπρεπε να ενισχυθούν με δασκάλους της ελληνικής γλώσσας, εκπαιδευμένους κατηχητές και ειδικά καταρτισμένο γραμματειακό προσωπικό, που θα είχαν αποφοιτήσει από το Διδασκαλικό Ινστιτούτο, συσταθέν και δομημένο ειδικά για το σκοπό αυτόν. Αλίμονο όμως! Λίγο μετά την επαναλειτουργία του Διδασκαλικού Ινστιτούτου, οι πόρτες του δεν άργησαν να κλείσουν, χωρίς καν να ενημερωθεί ο προκαθήμενος. Τα πισώπλατα μαχαιρώματα στην πολιτική του αρχιεπισκόπου είχαν αρχίσει.

Η Θεολογική Σχολή της Βοστόνης υπήρξε από τα θεμελιώδη και άμεσα προβλήματα προς διευθέτηση, γι’ αυτό και ο Σπυρίδων το έθεσε ενώπιον του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου εξαρχής.

Xωρίς περιστροφές αναγνώρισε την κρισιμότητα της κατάστασης, καθώς διαπίστωσε πως η ηγεσία της Σχολής είχε προτεσταντική μάλλον ροπή και πως, προβάλλοντας την ακαδημαϊκή ελευθερία ως επιχείρημα, προσπαθούσε να ενισχύσει τη διοικητική ανεξαρτησία της έναντι της Αρχιεπισκοπής, αρνούμενη ουσιαστικά να της αναγνωρίσει βαρύνοντα ρόλο στη θεολογική εκπαίδευση των μελλόντων κληρικών της. Με αφορμή το περιστατικό του «ροζ σκανδάλου» απομάκρυνε τους πρωθιερείς του νέου θεολογικού μανιφέστου και έχρισε νέο πρόεδρο της Θεολογικής Σχολής τον επίσκοπο Ντένβερ Ησαΐα, ορίζοντας ορθοδοξοκεντρική και ελληνοκεντρική πορεία στο φυτώριο των ιερέων της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, όπως εξηγεί στην πρώτη του ομιλία στο Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο:

«Eπειδή η πρώτη ευθύνη της Σχολής είναι η εκπαίδευση των μελλόντων ιερέων τής Αρχιεπισκοπής μας, θεώρησα αναγκαίο να ενισχύσω την πνευματική και ακαδημαϊκή της βάση, ώστε η διαμόρφωση μιας τέτοιας ιερατικής συνείδησης να γίνει πράγματι εφικτή» (Προσφώνηση προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, 26 Σεπτεμβρίου 1997).

«Ἡ Ἄμπελος τοῦ Κυρίου, ἥν ἐφύτευσεν ἡ Δεξιά Του, η αγαπημένη μας Αρχιεπισκοπή Αμερικής, έχει μίαν και μόνη ρίζα, το Ελληνικό Κολέγιο και τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού», έλεγε ένα σχεδόν χρόνο αργότερα στην Κληρικολαϊκή Συνέλευση της Αρχιεπισκοπής (Ιούλιος 1998).

Ταυτόχρονα, ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Αμερικής έστρεψε το ενδιαφέρον του προς το κύριο ζητούμενο που ήταν η καλλιέργεια συνειδήσεως και συνθηκών για να αυξηθούν οι φοιτητές της Θεολογικής Σχολής, το αυριανό ιερατείο. Ο Σπυρίδων έβλεπε με θλίψη να συρρικνούται ο αριθμός των ιερέων, να μην υπάρχει προοπτική για ενίσχυση του κλήρου στην Αμερική. Σε όλους τους λόγους του προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο δεν έπαυε να τονίζει την ανάγκη να δοθεί δωρεάν παιδεία στους φοιτητές της Θεολογικής Σχολής. Τόλμησε δε να προβεί και στην ίδρυση του «Ταμείου Υποτροφιών Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος» για την παροχή δωρεάν παιδείας στο σπουδαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Αρχιεπισκοπής. Πίστευε πως εκεί κτυπούσε η καρδιά της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, γι’ αυτό το λάβρο ενδιαφέρον και η προσωπική παρέμβαση:

«Ακούμε και μιλάμε συχνά για “όραμα”. Αλλά εγώ σας ερωτώ: υπάρχει μεγαλύτερο όραμα για την Αρχιεπισκοπή μας από την εξασφάλιση δωρεάν παιδείας για τους μέλλοντες ιερείς μας κατά τη νέα χιλιετία; Μεγαλύτερο στόχο απ’ αυτόν δεν θα μπορούσαμε να θέσουμε. Δεν θα μπορούσαμε να οραματισθούμε σπουδαιότερο επίτευγμα. ãΕχετε την τόλμη να θέσετε έναν τέτοιο υψηλό στόχο; Έχετε την τόλμη να οραματισθείτε μεγαλύτερη επιτυχία; Θα συμμετάσχετε στην προσπάθειά μου να παγιωθεί το Ταμείο Υποτροφιών για τους μέλλοντες ιερείς μας; Σας αναγγέλλω με περισσή χαρά πως στο Ταμείο αυτό έχουν ήδη κατατεθεί πάνω από διακόσιες χιλιάδες δολάρια. Εάν έχουμε το απαιτούμενο θάρρος να υλοποιήσουμε αυτό το όνειρο και να μετατρέψουμε το όραμα σε πραγματικότητα, μια μέρα κανένας υποψήφιος ιερέας δεν θα πρέπει πλέον να αγωνιά για τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσής του» (Προσφώνηση προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, 6 Μαρτίου 1998).

Παράλληλα, στους απολογισμούς της διοίκησής του προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο ο Σπυρίδων σημείωνε την πρόοδο των νομικών διεργασιών για την απεξάρτηση του ταμείου της Ηγεσίας των 100 από την Αρχιεπισκοπή Αμερικής. Παρότι ο ιεράρχης γνώριζε πως για λόγους σκοπιμότητας και οικονομικού εκβιασμού βαλλόταν από ορισμένους κύκλους επιρροής του προκατόχου του Ιακώβου, αλλά και από δυσαρεστημένα ηγετικά στελέχη προσκείμενα στο Φανάρι, οι οποίοι προσπαθούσαν να αποκόψουν το ζωτικότερο ταμείο της Αρχιεπισκοπής από το σώμα της, εκείνος, χάριν της ειρήνης, βάδισε με αξιοπρέπεια κατορθώνοντας το ζητούμενο.

Πρέπει να επισημανθεί πως ο προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας από την αρχή της διακονίας του στην Αμερική έδωσε μεγάλη έμφαση στους μικτούς γάμους σκύβοντας με ευαισθησία πάνω από την ανάγκη εναγκαλισμού των προσηλύτων. Μέσα σε λίγο χρόνο από την ανάληψη των καθηκόντων του προέβη στην ίδρυση γραφείου μικτών γάμων:

«Το άνοιγμα του νου και της καρδιάς μας στους/στις μη ορθόδοξους συζύγους των πιστών μας θα έχει επί γενεές θετικότατες συνέπειες γι’ αυτήν την Αρχιεπισκοπή. Αυτοί οι γιοι και θυγατέρες των ελληνικών ορθόδοξων οικογενειών μας, οι πατέρες και μητέρες των ελλήνων ορθόδοξων παιδιών πρέπει να νιώσουν το θαλπερό αγκάλιασμα της Εκκλησίας. Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο!» (Προσφώνηση προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, 6 Μαρτίου 1998).

Η χρήση του διαδικτύου με νέο εντυπωσιακό και χρηστικό ιστότοπο, η ενοποίηση και ενίσχυση των μέσων ενημέρωσης βρέθηκαν στην ατζέντα του Σπυρίδωνος από την αρχή της διακονίας του μέχρι το τέλος, όπως προκύπτει από τους λόγους του προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο. Έθεσε στόχο του να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον των μελών της Εκκλησίας για τον Ορθόδοξο Παρατηρητή, το επίσημο όργανο πληροφόρησης της Αρχιεπισκοπής, επιβάλλοντας την τακτική του έκδοση δύο φορές το μήνα. Ταυτόχρονα, προχώρησε στην οργάνωση τμήματος εκδόσεων, το οποίο ανέπτυξαν οι συνεργάτες του υπογράφοντας συμβόλαια με τους μεγαλύτερους αμερικανικούς εκδοτικούς οίκους για την προώθηση των εκδόσεων της Αρχιεπισκοπής σε παναμερικανικό επίπεδο.

Αξιοσημείωτο πως ο ελληνοκεντρικός και ορθοδοξοκεντρικός ηγέτης σε όλους τους λόγους του προς το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο κάνει αμιγώς χρήση της αγγλικής γλώσσας. Παράλληλα, αποφεύγει να τοποθετηθεί στους δύο άξονες που αποτέλεσαν την ουσία της πολιτικής του, την παιδεία και τα εθνικά θέματα.

Ο ποιμήν της Αρχιεπισκοπής Αμερικής κατά την τριετία 1996-1999 είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε χώρος για παλικαρισμούς στη χρήση της γλώσσας, μια και η συντριπτική πλειονότητα του κυβερνώντος Αρχιεπισκοπικού Σώματος αποτελούνταν από την αγγλόφωνη δεύτερη και τρίτη γενιά των Ελλήνων της Αμερικής. Όσο για τους στρατηγικούς άξονες της ατζέντας του, προτιμούσε να τους αναπτύσσει σε ιδιαίτερες ομιλίες και παρεμβάσεις που θα τύχαιναν της αποδοχής του ευρύτερου εκκλησιαστικού πληρώματος. Η ελίτ του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου είχε από καιρό απαξιώσει την ελληνοκεντρική πολιτική του.

[ Σπυρίδων, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής (1996-1999), Η Παρακαταθήκη,
   Αθήνα (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα), 2005, σσ. 76-83 ]